- JUDITH THURMAN*
ΟΙ ΓΑΛΛΟΙ φαίνεται ότι έχουν αδυναμία στους χαρισματικούς κλέφτες…
…και μερικές από τις πιο διάσημες “εθνικές” γυναίκες τους ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Η Ζαν ντ’ Αρκ, η Γεωργία Σάνδη και η Κολέτ, για να ονομάσουμε τρεις, χρησιμοποίησαν μάλλον “αθέμιτα” μέσα στην καριέρα τους και ήταν όλες τους, με τον τρόπο της η καθεμιά, κλέφτρες ενός αμύθητου θησαυρού: κέρδισαν τον σεβασμό και ενέπνευσαν τις φαντασιώσεις χιλιάδων ανθρώπων. Ακόμη και όταν αυτό το κοινό τις έκρινε επικίνδυνες ή ανήθικες, ταυτόχρονα τις αποθέωνε – εν μέρει επειδή όλοι αγαπούν μια ακατόρθωτη νίκη, μια τολμηρή απόδραση από τη φυλακή, τη δεξιοτεχνία της πρόκλησης. Ίσως ακόμη οι αναγνώστες να αναγνώριζαν ότι το λάφυρο των δραστών ήταν γενετήσιο και αναφαίρετο δικαίωμά τους: δικαίωμα της ιδιοφυίας στη νίκη, της αποφασιστικότητας στην αυτονομία, της ζωντάνιας στην ηδονή.
Σήμερα που ο απόηχος των κατορθωμάτων έχει πια σβήσει, η αυτοεφεύρεση της Γεωργίας Σάνδη μοιάζει σχεδόν υπερφυσική. Αν είναι δύσκολο σήμερα να καταλάβει κανείς πώς είναι δυνατόν μερικοί από τους πλέον επιφανείς συγχρόνους της, όπως ο Μπαλζάκ ή ο Φλομπέρ, να έβρισκαν αξιόλογο το παθιασμένο και πνευματώδες γράψιμό της, αντίθετα δεν είναι καθόλου δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι η ίδια ως γυναίκα τούς είχε μαγέψει. Και ίσως θα ήταν παρακινδυνευμένο να κατατάσσαμε τη Σάνδη στους κορυφαίους συγγραφείς του 19ου αιώνα, δεν μπορούμε όμως παρά να δεχθούμε ότι ήταν ένα από τα φαινόμενα της εποχής της. Έζησε μια “ζωή μεγάλου μεγέθους”, όπως διακηρύσσει ήδη από τον υπότιτλο της βιογραφίας της για τη διάσημη Γαλλίδα, η Βρετανίδα Μπελίντα Τζακ (Belinda Jack, George Sand: A Woman’s Life Writ Large. Editorial: Knopf, New York, U.S.A.)
Η Σάνδη γεννήθηκε με το όνομα Ορόρ Ντιπέν, το 1804, στην αυγή της Πρώτης Αυτοκρατορίας και πέθανε το 1876, όταν η Γαλλία διένυε πια την περίοδο της Τρίτης Δημοκρατίας της. ”Παρά τις υπερβολές της” γράφει η Τζακ για τη Σάνδη – εννοώντας τις σπατάλες της σε μελάνι, καπνό και παρθένα νεανικά κορμιά – “επιβίωσε πολύ περισσότερο από όλους σχεδόν τους συγχρόνους της, υπήρξε σύντροφος των πιο ένδοξων εξ αυτών και στάθηκε όμως και στο πλευρό των πιο δυστυχισμένων”.
Ο πληβείος και ο ευγενής αναμειγνύονταν με τόλμη, τόσο στο αίμα της όσο και στο σαλόνι της, στην ιδεολογία της και στα μυθιστορήματά της. Ο πατέρας της ήταν ένας έκπτωτος αριστοκράτης και η μητέρα της μια πόρνη του γαλλικού στρατού. Ο Μορίς Ντιπέν είχε την αξιοπρέπεια να αποκαταστήσει την τιμή της Σοφί-Βικτουάρ Ντελαμπόρντ. Η κόρη της είχε το κουράγιο να γίνει η ίδια μια αξιοπρεπής γυναίκα – προσαρμόζοντας ωστόσο τον όρο στα δικά της μέτρα.
“Είχα πάντα την υποψία ότι η Σάνδη έζησε πολλές παράλληλες ζωές” γράφει η Μπελίντα Τζακ – ίσως γιατί χρειάζονται παραπάνω από μια ζωές για να παραχθούν τόσα γραπτά. Η Σάνδη θα έπρεπε να διαθέτει – αν όχι πολλές ζωές – τουλάχιστον πολλά χέρια, σαν μια ινδή θεά, για να γεμίσει τόσες σελίδες: 60 μυθιστορήματα, 25 θεατρικά έργα, μια τεράστια αυτοβιογραφία (το καλύτερό της έργο), 12 συλλογές δοκιμίων και διάφορα ακόμη γραπτά. Η αλληλογραφία της καλύπτει 25 τόμους – περίπου 40.000 υπέροχα και διαχυτικά γράμματα που καλύπτουν με λεπτομέρειες κάθε περίοδο της ζωής της. Χάρη στον εκδότη τους γνωρίζουμε τι συνέβαινε την κάθε ημέρα της ενήλικης ζωής της: πού βρισκόταν, με ποιον, και τι έκανε ανά πάσα στιγμή – εκτός ίσως από τα… δρώμενα του κρεβατιού της, αν και σε αρκετά γράμματα η Σάνδη είναι ειλικρινής ακόμη και γι΄αυτό.
Οι περιπέτειές της είναι ένα μείγμα λατινοαμερικανικής σαπουνόπερας, ομηρικού έπους και υπερβατικής κωμωδίας ηθών. Η Γεωργία Σάνδη ήταν μια επαναστάτρια του έρωτα, μια επειδιξιομανής διασημότητα με μια παράδοξη τάση για απομόνωση και ησυχία.
Αντίθετα με την Κολέτ, ήταν μια ένθερμη ηθικολόγος, διδακτική, χριστιανή και ρομαντική. Ήταν μια πρώιμη φεμινίστρια. Μια μητέρα που προσπάθησε να συνδυάσει τέχνη και ανατροφή παιδιών. Και μια γιαγιά που τελικά το πέτυχε.
“Πανούργος θα είναι εκείνος που θα καταφέρει να τιθασέψει τη μητέρα μου” είχε πει για τη διάσημη συγγραφέα με πικρία η κόρη της. Ο βιογράφος που αναζητεί την αληθινή Γεωργία Σάνδη χρειάζεται ωστόσο όχι μόνο την πανουργία αλλά και το νεύρο, την αντοχή και την ανδρεία ενός κυνηγού φαλαινών σε άγρια θάλασσα. Πρόκειται για ένα γενναίο εγχείρημα και απαιτεί εξαιρετικά σταθερό χέρι στο πηδάλιο.
Αντίθετα με την Κολέτ, ήταν μια ένθερμη ηθικολόγος, διδακτική, χριστιανή και ρομαντική. Ήταν μια πρώιμη φεμινίστρια. Μια μητέρα που προσπάθησε να συνδυάσει τέχνη και ανατροφή παιδιών. Και μια γιαγιά που τελικά το πέτυχε.
“Πανούργος θα είναι εκείνος που θα καταφέρει να τιθασέψει τη μητέρα μου” είχε πει για τη διάσημη συγγραφέα με πικρία η κόρη της. Ο βιογράφος που αναζητεί την αληθινή Γεωργία Σάνδη χρειάζεται ωστόσο όχι μόνο την πανουργία αλλά και το νεύρο, την αντοχή και την ανδρεία ενός κυνηγού φαλαινών σε άγρια θάλασσα. Πρόκειται για ένα γενναίο εγχείρημα και απαιτεί εξαιρετικά σταθερό χέρι στο πηδάλιο.
Η Σάνδη με τον Σοπέν. Έργο του Ντελακρουά
Η Μπελίντα Τζακ, λέκτορας γαλλικής γλώσσας στην Οξφόρδη, πορεύεται ικανά μέσα στις θεματικές περιόδους της ζωής της Σάνδη, δίνοντας μια βιογραφία προσανατολισμένη και διασκεδαστική. Περιγράφει με ζωντάνια την εξωτική οικογένεια, την εξαιρετική μόρφωση που έλαβε η νεαρή Ορόρ και την άνεση με την οποία οικειοποιείτο και απολάμβανε διάφορα ανδρικά προνόμια. Οι απαγορευμένες ελευθερίες περιελάμβαναν μεταξύ άλλων και την ένδυση με παντελόνια, αν και η Τζακ επισημαίνει ότι η εκκεντρική Γαλλίδα ντυνόταν έτσι μόνο για πρακτικούς λόγους, δηλαδή για να κάνει ιππασία ή για να παίξει στο θέατρο. Ναι μεν λάτρευε τις μπότες της με τα χοντρά καρφιά τόσο πολύ ώστε να μην τις βγάζει στο κρεβάτι, δεν επιδίωκε όμως με αυτόν τον τρόπο να αποποιείται το φύλο της, ούτε υπήρξε ποτέ “αφοσιωμένη” ομοφυλόφιλη – με εξαίρεση κάποιες νεανικές τρέλες, η μόνη καταγεγραμμένη σχέση της με γυναίκα ήταν με την ηθοποιό Μαρί Ντορβάλ.
Η Τζακ δεν είναι φειδωλή στην ανάλυση της διάνοιας, της ιδεολογίας και των συναισθημάτων του αντικειμένου της. Είναι ωστόσο κάπως απογοητευτικό το ότι γράφει περισσότερο θεωρητικά και λιγότερο “εγκάρδια” για τη μητρότητα της Σάνδη, για την ερωτική ζωή της και για τη σεξουαλική περσόνα της.
Τα πρώτα κεφάλαια ασχολούνται με την πανηγυρική εφηβεία τής δεσποινίδας Ντιπέν, με τα ερωτικά της σκιρτήματα και έναν απογοητευτικό γάμο στα 18 της που έληξε εννέα χρόνια αργότερα. Τότε η Ορόρ μετακομίζει στο Παρίσι για να γίνει συγγραφέας και από εκείνο το σημείο αρχίζει η αληθινή βιογραφία της Γεωργίας Σάνδη.
Μόλις αυτό το μεγαλοπρεπές πλάσμα αρχίζει να ταράζει τα νερά του Παρισιού και του αιώνα της, η αφήγηση της Τζακ δεν έχει πολλά περιθώρια. Μέσα σε 130 σελίδες πρέπει να συμπυκνώσει 50 χρόνια θυελλώδους ζωής και ιστορίας. Έτσι η κοινωνική δράση της Σάνδη καταγράφεται θολή και μπερδεμένη μέσα σε κινήματα και ιδεολογίες, ενώ από την κρεβατοκάμαρά της περνούν σαν σε αγώνα ταχύτητας οι διάφοροι διάσημοι εραστές, αλλάζοντας θέσεις τόσο γρήγορα ώστε μοιάζουν να έχουν όλοι την ίδια συναισθηματτική αξία.
Παρομοίως τα σπουδαία έργα της εισάγονται στην αφήγηση βιαστικά και μετά εξαφανίζονται για να επανεμφανιστούν αργότερα ξαφνικά από το πουθενά, μακριά από την πηγή τους. Υπάρχουν αναλαμπές ενδοσκόπησης και ευφυίας αλλά χάνονται μέσα σε αποσπάσματα κουραστικών ακαδημαϊκών διαλογισμών. Αυτή η πολλά υποσχόμενη βιογραφία εξιστορεί μια μεγάλη ζωή, σύντομα και γρήγορα. Τελικά, οι αδυναμίες του βιβλίου έχουν το ίδιο αποτέλεσμα με τις αρετές του: αφήνουν τον αναγνώστη διψασμένο για περισσότερα.
Πηγή: The New York Times | Book Review
*Η Judith Thurman είναι συγγραφέας και καθηγήτρια γαλλικής λογοτεχνίας και γλώσσας στο Christ Church, στην Οξφόρδη στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, καθηγήτρια ρητορικής στο κολέγιο Gresham.