ΤΖΙΝΑ ΠΟΛΙΤΗ
Το τέλειο προσωπείο
ΕΝΑ ΓΛΥΚΟ απόγεμα, στα 19…,
…ένας γέρος κύριος ξεκουραζόταν καθισμένος σε κάποιο παγκάκι του Βασιλικού Κήπου, μπρος σε μια μικρή ατάραχη λίμνη, όπου οι μοναχικοί κύκνοι αρμένιζαν ειρηνικά τα είδωλά τους. Στον επισκέπτη από τις βορινές χώρες, να κάθεται στο ύπαιθρο, μ’ ελαφρό, σχεδόν άσπρο καλοκαιρινό κοστούμι, ενώ κόντευε πια να τελειώσει ο Οκτώβριος, θα φαινόταν καπρίτσιο κι απερισκεψία – ιδιότητες τις οποίες, όπως πιστεύεται, έχει η φυλή του κυρίου και όχι το κλίμα του τόπου του. Γιατί το Φθινόπωρο, όπως κι όλες οι άλλες εποχές σε τούτο το κομμάτι της υδρογείου, είναι γνωστό πως ξέρει να ξετυλίγει χωρίς ιδιοτέλεια τα δώρα της ξεχωριστής του ομορφιάς, όπως ένας αφιερωμένος καλλιτέχνης που δουλεύει με την ησυχία του, έστω κι αν ξέρει πως όλα είναι πρόσκαιρα και πως η στιγμή της υπέρτατης πλήρωσης έχει μέσα της τα αδιόρατα στοιχεία της παρακμής. Με λίγα λόγια δεν έρχονται απότομα οι αλλαγές στις εποχές, δε γίνεται μια υστερική παράδοση, αλλά ένα βαθμιαίο σβήσιμο, γεμάτο χάρη, όταν φτάσει η στιγμή της αποχώρησης – κάτι που θυμίζει πολύ τον τρόπο με τον οποίο, ο κύριος που λέμε μπήκε, τώρα τελευταία μόλις, στα γεράματα.
Τούτος ο μοναχικός εραστής του Κήπου ήταν ο Πολύκαρπος Μομφερράς, συλλέκτης σπανίων αντικειμένων κι εμπειριών, σπάνιο δείγμα κι ο ίδιος ενός είδους που ενώ έχει λιγοστέψει η χρησιμότητά του, μεγάλωσε η αξία του με το πέρασμα του χρόνου. Γιατί η απροσμέτρητη αναζήτησή του μες στα ωραία τον είχε κάνει ένα αντικείμενο άξιο για αισθητική θεώρηση, τόσο “απίθανα ωραίος” είχε γίνει τώρα που γέρασε, ενώ νέος ήταν μονάχα “τρομερά ενδιαφέρων”. “Απίθανα ωραίος” ήταν ορισμένως τούτος ο κύριος: ψηλός, με σώμα όλο άνεση στις αργόσχολες κινήσεις του, με ώμους ελαφρά γερτούς, σαν άνθρωπος που δεν τον νοιάζει ο χρόνος όταν κοιτάζει τα πράγματα από κοντά· μέτωπο τολμηρό και γαλήνιο που δεν το χάραξε ο ψόγος ότι οι απολαύσεις του πνεύματος και των συγκινήσεων, η αδιάκοπη προσπάθεια για την κατάκτηση της ομορφιάς και την αναζήτηση της αλήθειας φανερώνουν μιαν ανεύθυνη ύπαρξη· άφθονα ασημένια μαλλιά και περιποιημένο μούσι, που έκανε όμορφη αντίθεση με το ανατολίτικο χρώμα του προσώπου· δυο μάτια παράδειγμα τούτου του σπάνιου φαινόμενου, της διπλής κόρης – μαύρα και λαμπερά σαν δυο βόλοι από όνυχα δεμένοι γύρω-γύρω μ’ έναν κρίκο γαλάζιο σμάλτο – και πάνω απ’ όλα χαμόγελο φημισμένο για τη λεπτή ειρωνεία που καθρεφτιζόταν στα χείλη όσο και για τη γεμάτη πάθος ένταση που καθρεφτιζόταν στα μάτια του – μια φυσιογνωμική αντίφαση που τώρα, περισσότερο παρά στα νιάτα του, έκανε τις γυναίκες τρωτές κι ολότρεμες όταν βρίσκονταν μπροστά του.
Ο Πολύκαρπος Μομφερράς καθόταν με το ’να πόδι απάνω στ’ άλλο στον ίσκιο ενός βαλσαμόδεντρου, με τα δυο του μπράτσα απλωμένα στη ράχη του πάγκου, , σε μια στάση απολιθωμένης εγκατάλειψης – τα δάχτυλά του όμως γλιστρούσαν ανεπαίσθητα πέρα δώθε στο λείο ξύλο, και τούτη η κίνηση πρόδινε πως είναι παραδομένος σε σκέψεις που τη φύση τους μπορούσε να τη συμπεράνει κανένας από το μελαγχολικό χαμόγελο που πλανιόταν στα χείλη του. Το χαμόγελο το είχε προκαλέσει το αναπάντεχο βιαστικό πέρασμα από μπροστά του μιας γνωριμιάς που βιάστηκε να τη χαιρετήσει με το σεβασμό που δείχνει ένας φιλότεχνος για ένα εξαιρετικό, καινούργιο έργο τέχνης. Γιατί, αντίθετα από άλλους ηλικιωμένους κυρίους, τούτος εδώ ήξερε βαθιά μέσα του πως ο προσδιορισμός της ομορφιάς είναι κάτι εύπλαστο και διαρκώς μεταβαλλόμενο, κι επομένως ήταν ικανός να εκτιμήσει πέρα για πέρα κάθε καινούργια εκδήλωση που ξυπνούσε την ξέφρενη λατρεία των νέων. Παρακολούθησε λοιπόν με βλέμμα θαυμασμού τη σιλουέτα της νέας γυναίκας ώσπου χάθηκε πέρα στις αλλέες που οδηγούσαν στα πιο απόμερα σύδεντρα. Η μελαγχολία γεννήθηκε από τη σκέψη ότι η ευχαρίστηση να βγάζεις το καπέλο σε περαστικούς φίλους και γνωστούς είχε γίνει τόσο σπάνια τώρα που τον Κήπο τον είχαν εγκαταλείψει, σαν μια μόδα που περνάει σιγά-σιγά, σαν ένα ρούχο που οι στάμπες του, παραδείσια πουλιά, δέντρα και λουλούδια, είχαν πάψει να εξωραΐζουν εκείνον που το φορούσε.
Δεν είχε καλά-καλά αποτελειώσει ο κύριος τις νοσταλγικές του σκέψεις, και είδε με ενάργεια πόσο αόριστες ήταν κάτι τέτοιες γενικεύσεις, έτσι καθώς του παρουσιάστηκε ένα ακόμα γνώριμο πρόσωπο που το ξεχώρισε ανάμεσα από κάτι ροδοδάφνες – το πρόσωπο του γιου του που μάταια προσπάθησε να τραβήξει την προσοχή του διαγράφοντας στον αέρα κομψούς κύκλους με το ευλύγιστο μπαστούνι του. Γρήγορα ωστόσο, και με αμηχανία αδικαιολόγητη, αφού κανένας περίεργος δεν φαινόταν πουθενά, ο κ. Μομφερράς ακούμπησε ήσυχα το μπαστούνι πλάι του κι αναρωτήθηκε ξαφνικά μήπως τα γεράματα είχαν αρχίσει να του σκαρώνουν παιχνίδια – αφού ένα απριλιάτικο πρωινό είχε σταθεί στην άκρη της γαλήνιας θάλασσας, ένας γέρος που αποχαιρετάει γνέφοντας το γιο του. Το ότι είχε ξεχάσει ήταν, στ’ αλήθεια, τόσο μυστηριώδες όσο κι η ολοζώντανη οπτασία που είχε δει μπροστά του. Κι όμως, συλλογίστηκε, δε θα μπορούσε τούτο δω να είναι ένας πρώτος, αόριστος υπαινιγμός πως η πείρα έσβηνε επιτέλους το θαμπό όριο ανάμεσα στην ουσία και στην όψη των πραγμάτων κι έκανε τον κόσμο ένα απτό όραμα όπου η παρουσία και η απουσία, η απόσταση και η γειτνίαση δεν ήταν έννοιες αντιφατικές, παρά εναρμονισμένες όπως το φως και το σκοτάδι, στη σύντομη στιγμή του τέλειου λυκόφωτος.
Και τώρα θυμήθηκε ένα απομεσήμερο, όταν, καθώς οι βόστρυχοι μιας νέα;ς γυναίκας λύνονται έξαφνα κι απλώνονται πλούσιοι στον τράχηλο και στα μάγουλά της, μια ανάκουστη βροχή είχε πέσει κι είχε σταματήσει αμέσως, κι οι σταγόνες της στόλιζαν τις ξεπλυμένες φυλλωσιές κι η γη ανάδινε την ευωδιά της – πώς ο γιος του, ξαναμμένος από μια μυστικόπαθη έξαρση, τέτοια που μόνον στους νέους φέρνουν οι ερωτικές υποσχέσεις της παρθενικής εποχής, του είχε μεταδώσει το πάθος του κι είχαν ξεκινήσει οι δυο τους να γυρέψουν τα δώρα της στη δασωμένη εξοχή. Κι αφού περπάτησαν μες από το πυκνοδάσος, με το ρούσο χαλί και τα εύθραυστα κυκλάμινα, είχαν φτάσει σ’ ένα χλοερό ξέφωτο. Κι εκεί (ακόμα και με τη ανάμνηση ο Πολύκαρπος Μομφερράς δοκίμαζε τη φρικίαση του θνητού που ξαφνικά φανερώνεται μπρος του η θεότητα) δέχτηκαν τη χάρη να δουν τον άσπρο ουρανό κατάστικτο από μυριάδες μαύρα πουλιά σε ταχύτατη κίνηση. Κι απ’ αυτό το απεριόριστο σμάρι χύνονταν κάτω, με παραβολικές καμπύλες τόσο ατέρμονες και φευγαλέες, όσο και των κομητών οι αγγελιοφόροι και πλησίαζαν στο ξέφωτο για να ξεσηκώσουν κι άλλους ακόμα ανυπόμονους ταξιδιώτες που περίμεναν στη χλόη.
Αν αυτό το επεισόδιο στάθηκε η αιτία ή ο αποφασιστικός συντελεστής, δεν μπορούσε να πει ο Πολύκαρπος Μομφερράς. Καταλάβαινε όμως πως είχε κάποια σχέση μ’ εκείνο που ανάγγειλε αργότερα ο γιος του – γιατί τέτοιοι απύθμενοι συνειρμοί, γεμάτοι νόημα, ανάμεσα σε φυσικά περιστατικά και στη συμπεριφορά του ανθρώπου, ήταν συνηθισμένο πράγμα για τον νεαρό.
Είχε πέσει το σκοτάδι κι αυτοί γύρισαν στην πόλη κι έμοιαζαν σαν μασκαρεμένοι χωρίς ταυτότητα που πέταξαν κρυφά τα κοστούμια τους και ξανασμίγουν με το ανυπόμονο πλήθος – δυο αθώοι συνένοχοι γεμάτοι κέφι, που συζητούσαν αν θα ’πρεπε να παρατείνουν το γλέντι δειπνώντας έξω. Και πάνω σ’ αυτό, ο νέος είχε αναφωνήσει πως αναλάβαινε να προσφέρει ένα πλούσιο “αποχαιρετιστήριο” δείπνο, “γιατί, ξέρεις” είχε προσθέσει, “κι εγώ έχω στο νου μου ένα ταξίδι μακρινό”. Και σ’ αυτό ο κ. Μομφερράς είχε αντιδράσει μ’ ένα “Λαμπρά! Λαμπρά!”, καθώς βρισκόταν ακόμα σ’ εκείνη την κατάσταση της διαύγειας που γεννούν οι σπάνιες στιγμές όπου αφήνεται ολότελα στην καθοδήγηση της φύσης, κι οι λέξεις κι οι πράξεις αφομοιώνονται αμέσως δίχως το φορτίο των παραπλανητικών επεξηγήσεων και των απατηλών θεωριών. Και μόνον όταν κάθισαν, και τους έβαλαν κρασί (τώρα που τα μάγια είχαν λυθεί και το μυαλό είχε συντονιστεί άλλη μια φορά με τις άκαμπτες κατηγορίες) τότε έπιασε να ρωτήσει σε ποια από τις ευγενείς συγγενικές χώρες γύρευε η καρδιά του γιου του να πάει· ή μήπως – καθώς εκείνα που σε τραβούν στην καθεμιά είναι πολλά και διάφορα – ο νέος σχεδίαζε μιαν επίσκεψη σε όλες; Μια μεγάλη περιήγηση, με το εξαίσιο παλιό νόημα της λέξης, που τη διάρκειά της αυτός, σαν πατέρας, ήταν πρόθυμος να την υπομείνει όσον καιρό ένιωθε πως ο νέος είχε ακόμα να γνωρίσει καινούργιες υψηλές εμπειρίες και περιπέτειες. Τότε ο γιος του είχε αποκριθεί, μ’ ένα συγκαταβατικό πλατύ γέλιο, πως οι επιθυμίες του δεν τον έστελναν σε καμιά από τις “ευγενείς συγγενικές χώρες”· κι ακόμα ότι η εκλογή του ήταν τέτοια που φοβόταν πως ο πατέρας του θα την έβρισκε εντελώς “χωρίς γούστο”. Αλλά, ενάντια σε κάθε αντίρρηση, αυτός ήταν αποφασισμένος να μην αλλάξει ιδέα. Και στο απορημένο του: “Α, έτσι! Και για πού λοιπόν;” – λες και άμα είχες αποκλείσει εκείνες, δεν έμεναν στο χάρτη παρά οι τόποι της αχαλίνωτης φαντασίας – “Στην Αμερική”, είχε πει απλά ο νέος.
Ο Πολύκαρπος Μομφερράς δεν ήταν άνθρωπος με προκαταλήψεις και με μονόπλευρες επιχειρηματολογίες. Ίσα-ίσα, αν του έλεγες πως η ένταση των αισθημάτων του δεν ήταν παρά συνέπεια της αντιπάθειάς του για τη χώρα που είχε διαλέξει ο γιος του, θ’ απαντούσε ότι σ’ αυτόν η αντιπάθεια ποτέ δε στηριζόταν στις “διαφορές”. Κι όμως γιατί άραγε, δεν πρόφτασε καλά-καλά ν’ ακούσει τ’ όνομα του τόπου και τον κυρίεψαν εικόνες όπου ο νέος παρουσιαζόταν σαν πολύτιμο αντικείμενο που ένας ανόητος άνθρωπος το εμπιστεύεται στα χέρια άπονου παιδιού· σαν ωραίος Αδάμ άδικα εξευτελισμένος από το άτυχο αμάρτημα – κι έτσι λαχτάρησε την επαναστατική δύναμη που θα τον έκανε να επέμβει και να μην αφήσει να καταστραφεί το πιο αγαπημένο δημιούργημα, το υπέρτατο σύμβολο ενός κόσμου που μένει ακόμα αμόλευτος από σκοπιμότητες και τιμωρίες κι αμοιβές; Γιατί άραγε, αν δε φοβόταν και δεν συλλογιζόταν το κακό; Κι όμως, όπως ένας γέρος κρύβει τα προαισθήματά του όταν είναι να ξεπλυθεί η τιμή του νέου σε άνισο αγώνα, είχε φυλάξει τις σοβαρές του αμφιβολίες για τον εαυτό του. Τότε ο νέος, παρακινημένος ίσως από τη δυσοίωνη σιωπή: “Ναι, στην Αμερική!” είχε ξαναπεί και τούτη τη φορά όχι και τόσο “απλά”. Γιατί τη δήλωσή του τη συνόδευε μια έκφραση του προσώπου του, που είχε σαστίσει ή καλύτερα είχε γεμίσει δέος τον Πολύκαρπο Μομφερρά, από τότε που την πρωτοείδε πάνω στο γιο του (τότε που ήταν ακόμα εκείνος μικρό παιδί) μια έκφραση που την ήξερε καλά, αλλά του ήταν αδύνατο να αποφασίσει αν του θύμιζε το φιλήδονο πονηρό σπιθίρισμα στο μάτι ενός φαύνου ή το αινιγματικό χαμόγελο της γνώσης στα χείλη ενός αρχαίου κούρου. Τα φρύδια υψώνονταν μ’ έναν τρόπο που έκανε τα μάτια να φαρδαίνουν σημαντικά κι έτσι οι κόρες καρφώνονταν απάνω σου μ’ ένα βλέμμα που, παράξενο πράγμα, φαινόταν την ίδια στιγμή πως σου έκανε μια ερώτηση και πως σου έκοβε το θάρρος ν’ απαντήσεις. Το ίδιο και τα χείλη, που οι άκρες τους τεντώνονταν προς τ’ απάνω, μ’ ένα πλατύ, προκλητικό χαμόγελο.
Το βράδυ πλησίαζε τώρα, το καταλάβαινες από τη δυνατή ευωδιά των λουλουδιών, το μελωδικό χορικό που ερχόταν μες από φυλλωσιές γεμάτες πουλιά και το εξίσου ηχηρό βούισμα που απλωνόταν στους δρόμους – οι φωνές που χαίρονταν επειδή ήξεραν ότι η βαθιά λαχτάρα τους για κάτι έντονα ζωντανό, ωραίο και γιορτάσιμο, τούτη την επίσημη ώρα, δε θα ’μενε ανεκπλήρωτη. Ζευγάρια πρόβαλλαν τώρα εδώ κι εκεί στις πράσινες αλλέες του Κήπου και γύρευαν, για να παραδοθούν στον έρωτα, τη μοναξιά μες στις λόχμες – μια ειδοποίηση, το ήξερε ο Πολύκαρπος Μομφερράς, πως είχε έρθει η ώρα του να σηκωθεί και να φύγει, αλλά εκείνος, για λίγα λεπτά ακόμα, την αγνόησε. Γιατί, καθώς σταματούσε η αναπόληση και τα μάτια του γύρευαν, μια φορά ακόμα,μες στο σκοτεινό φύλλωμα, το αγαπημένο σχήμα (που, στ’ αλήθεια, πλανιόταν ακόμα εκεί μέσα) μια σπίθα κατανόησης άρχισε να χύνει το ταπεινό της φως, πάνω στο νόημα που μπορούσε να έχει η διπλοσήμαντη πρόκληση του νέου και η παράξενη επεξεργασία του δικού του μυαλού που, περιφρονώντας το “επουσιώδες”, είχε παρασταθεί μάρτυρας μιας ανάστασης. Και μ’ όλο που τη γνώση του “ουσιαστικού” δεν την είχε ακόμα κατακτήσει, ωστόσο ένιωθε πως σ’ αυτό έφτανε τώρα κι έμεινε ήσυχος για να δεχτεί την επιφοίτηση. Κι αυτή ήρθε γρήγορα με τη μορφή – όπως γίνεται πάντα – μιας τόσο απλής σκέψης που τον έκανε αληθινά να χαμογελάσει με τον εαυτό του, κι η σκέψη είχε κάποια σχέση με το τέλειο προσωπείο και τις δυο του όψεις, που συνυπάρχουν και μένουν αχώριστες κι είναι αδύνατο να τις πάρεις για μια, παραβλέποντας την άλλη, χωρίς να καταστρέψεις, για κείνον που το φοράει, το βαθύτερο νόημα κάθε εμπειρίας. Τότε ο Πολύκαρπος Μομφερράς σηκώθηκε και βγήκε με ζωηρό βήμα από τον ήσυχο Κήπο, στις λεωφόρους που ήταν γεμάτες παλμό, εντυπωσιακή αν και κάπως εκκεντρική μορφή, που γινόταν όλο και πιο αόριστη, πιο διάχυτη μες στα εκρηκτικά χρώματα, στα χάλκινα μόρια του ήλιου που βασίλευε.
Μετάφραση: ΛΙΝΑ ΚΑΣΔΑΓΛΗ
- Πρώτη δημοσίευση: ΕΠΟΧΕΣ. Μηνιαία έκδοση πνευματικού προβληματισμού και γενικής παιδείας. Διευθυντής: Άγγελος Τερζάκης. Τεύχος 26, Ιούνιος 1965.
Η Τζίνα Πολίτη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1930. Σπούδασε αγγλική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Ν. Υόρκης. Διδάκτωρ της αγγλικής λογοτεχνίας, είναι σήμερα ομότιμη καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου άρχισε να διδάσκει μετά τη μεταπολίτευση. Ως Fellow του Κολεγίου Churchill, δίδαξε επί σειρά ετών στο Πανεπιστήμιο του Cambridge. Βιβλία και μελέτες της πάνω στην αγγλική, στην ελληνική και στη συγκριτική λογοτεχνία έχουν δημοσιευτεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το 1998 τιμήθηκε με το “Βραβείο Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας και Έρευνας” από το Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας. Το 2007 έλαβε το βραβείο δοκιμίου των λογοτεχνικών βραβείων του περιοδικού “Διαβάζω” για το βιβλίο της “Περί αμαρτίας, πάθους και άλλων τινών”, ενώ τό 2011 της απονεμήθηκε το Βραβείο “Διδώ Σωτηρίου” της Εταιρείας Συγγραφέων. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΔΩ: http://www.authors.gr