Πε. Νοέ 21st, 2024

Η Κάθριν Μάνσφιλντ (Katherine Mansfield, 14 Οκτωβρίου 1888 – 9 Ιανουαρίου 1923) ήταν Νεοζηλανδή συγγραφέας.

Γεννήθηκε στο Ουέλινγκτον, Νέα Ζηλανδία, 14 Οκτωβρίου 1888, τρίτο παιδί του Harold, πλούσιου κι ικανού επιχειρηματία και της Annie Burnell Dyer, σχολαστικής, σκληρής μα λεπτεπίλεπτης γυναίκας, σε ένα ξύλινο μικρό σπιτάκι της Tinakori Road, (το σπιτάκι αυτό αναπαλαιώθηκε και δέχεται τουρίστες) από τα συνολικά 6 παιδιά της οικογένειας (VeraCharlotteKathleenGwendoline (πέθανε 3 μηνών), Jeanne & Leslie, ο μόνος γιος). Οι γονείς της γεννημένοι στην Αυστραλία, θεωρούσαν ιδιαίτερη πατρίδα τη Νέα Ζηλανδία κι επειδή ήταν άποικοι, είχαν ως μητέρα πατρίδα τη Βρετανία. Επισκέπτονταν συχνά το Λονδίνο κι άφηναν τα παιδιά στη γιαγιά Margaret Isabella Dyer. Αγαπούσε πολύ τη γιαγιά της κι επηρέασε το έργο της.

Αρχές 1893 οι Μποσάμπ πιάνουν μεγάλο σπίτι με κήπο και δέντρα, στο Karori Chesney Wold, που αργότερα η Κάθριν το περιέγραψε σε κείμενά της ως μοναχικό αρχοντικό. Από το 1895 πηγαίνει σχολείο εκεί, με τις αδερφές της και κερδίζει βραβείο για ταξιδιωτικό κείμενο με τίτλο «Ένα Θαλασσινό Ταξίδι» (A Sea Voyage), που είχε την εμπειρία του, κάνοντας με το φέρι γραμμή Cook Strait-Picton & Anakiwa, επισκέψεις στους συγγενείς. Το Μάη του 1898 με τις αδερφές της, γράφεται στο γυμνάσιο θηλέων Wellington κι άμεσα δημοσιεύει στο περιοδικό του σχολείου την «Enna Blake», καταφέρνοντας να τραβήξει την προσοχή, ως πολλά υποσχόμενη νέα. Το επόμενο έτος ακολουθεί κι άλλο κείμενο που δημοσιεύεται.

Την ίδια χρονιά μετακομίζουν στο 75 Tinakori Road, (τώρα εκεί είναι Πρεσβεία των ΗΠΑ), λόγω ραγδαίας ανόδου του πατέρα της στον επιχειρηματικό τομέα. Μέλος διοικητικού συμβουλίου του λιμανιού του Ουέλινγκτον, διευθύνων σύμβουλος στην τράπεζα της Ν. Ζηλανδίας, επίσης διευθύνει κι άλλες μικρότερες επιχειρήσεις. 1900-02 Φοιτά στο εξαιρετικό Mary Anne Swainson’s Fitzherbert Terrace School κι ένας από τους καθηγητές της τη βρίσκει, «οργισμένη, ευφάνταστη, επινοητική στο ψέμμα». Παχουλή, χέρια βουτηγμένα στο μελάνι και κυκλοθυμική, προφανώς την είδε για απροσάρμοστη. Καμιά σχολική εργασία δεν την ένοιαζε κι όσες έκανε, ήταν απρόσεκτες κι ατελείς. Ενδιαφερόταν μόνο για το μάθημα τσέλου και για τη συμμαθήτριά της, Maata Mahupuku (Martha Grace) κι έδειχνε σημαντική προσήλωση κι ευχαρίστηση.

Αρχές του 1903, η οικογένεια φτάνει στο Λονδίνο και γράφει τα κορίτσια στο Queen’s College, Harley Street, που έμειναν τρόφιμες μέχρι το 1906. Ήταν παραγωγική και παρακινητική περίοδος γι’ αυτή, καθώς ανακαλύπτει τους: Ερρίκο Ίψεν (Henrik Ibsen), Όσκαρ Ουάιλντ (Oscar Wilde), Arthur Symons, Walter Pater & Ernest Dowson κι όλοι αυτοί επηρέασαν το μετέπειτα έργο της. Επίσης επανασυνδέεται με τον Arnold Trowell από τις Βρυξέλλες, συμμαθητή της στο μάθημα της μουσικής στο Ουέλινγκτον, συνάπτει σχέση με μια ψηλή, αδέξια νέα γυναίκα, -αμέσως μετά τον θείο της Lesley Moore-, την Ida Baker και της αλλάζει τ’ όνομα σε Leslie Moore, ή LM. Αρκετά κομμάτια της τα δημοσιεύει στο περιοδικό της σχολής, θίγοντας πολλά καίρια θέματα με επιτυχία. Επιστρέφουν πίσω στα τέλη του 1906. Για την Άιντα έγραψε:

Πόσο δύσκολο είναι να ξεφύγεις από κάπου. Όσο προσεχτικά κι αν πηγαίνεις σε κρατούν τα μικρά κομμάτια από τον εαυτό σου, που αφήνεις πίσω ν’ ανεμίζουν στους φράχτες… μικρά κουρέλια κι αποκόμματα από την ίδια τη μεγάλη ζωή σου…

Το σπίτι όπου γεννήθηκε η Κ. Μάνσφηλντ, στο Θόρντον του Ουέλλινγκτον.

Στο Ουέλινγκτον επιδίδεται αρχικά μ’ ευχαρίστηση, στην κοινωνική ζωή, αλλά σύντομα βαριέται κι αναπολεί το Λονδίνο. «Εκεί είναι η πραγματική ζωή», γράφει στο ημερολόγιό της, που μεταξύ άλλων δείχνει μελαγχολία για τη ζωή της εκεί και προβληματισμούς, άλλους δικούς της, άλλους δανεισμένους από τις σελίδες των Oscar WildeElizabeth Robins αλλά κι από το περιοδικό Marie Bashkirtseff. Σελίδες που θα της υπαγορεύσουν την ανάγκη να πειραματιστεί λογοτεχνικά. Η περιφρόνησή της για το μέρος που ζει, οφείλεται κυρίως στις αντιδράσεις τής εκεί κοινωνίας στον τρόπο ζωής της. Δημιουργεί σχέσεις με άντρες και γυναίκες, συνεχίζει την αλληλογραφία με τον Άρνολντ Τρόουελ και παράλληλα ξεκινά μια σύντομη σχέση με τη κατά εννιά έτη μεγαλύτερή της, καλλιτέχνιδα Edith Kathleen Bendall, (ΕΚΒ) με την οποία περνούσε ατέλειωτα Σαββατοκύριακα στο πατρικό των Μποσάμπ, συζητώντας και γράφοντας κείμενα και ποιήματα. Για την Ίντιθ έγραψε:

Χτες πέρασα τη νύχτα στην αγκαλιά της κι απόψε τη μισώ. Ερμηνεύοντάς το λέω πως τη μισώ γιατί δε μπορώ να πλαγιάσω στο κρεβάτι μου και να μη νιώσω το μαγικό κορμί της. Αισθάνομαι ακόμα και τώρα έντονα, τα χωρίς όρια ερωτικά ηδονικά ρίγη, έτσι όπως δεν είχα ποτέ με κανέναν άντρα. Μ’ ενθαρρύνει, με σκλαβώνει, κι η αυτή -το απόλυτο κορμί της- είναι η λατρεία μου.

Παράλληλα υπήρχε η ΛΜ. Επίσης, ξανάρχισε την περίπλοκη σχέση με τη Maata Mahupuku, που αποτελούσε γι’ αυτήν ακόμα μια λογοτεχνική έμπνευση. Για τη Μαάτα έγραψε:

Μόνη σ’ αυτό το σιωπηλό δωμάτιο με τα ρολόγια, ζητώ απεγνωσμένα τη Μαάτα. Τη θέλω έτσι όπως την είχα — τρομερά. Είναι βρώμικο το ξέρω, αλλά τόσο αληθινό. Τι παράξενο πράγμα: αισθάνομαι ακατέργαστη, πρωτόγονη, άγρια, τρομερά ερωτευμένη και ταυτόχρονα σχεδόν σα παιδί. Είχα σκεφτεί πως πάει, πέρασε: Ωωω!!! Η σκέψη μου είναι σα ρωσικό μυθιστόρημα.

Τα προβλήματα με την κοινωνία του Ουέλινγκτον και με τους γονείς ξεκίνησαν το 1907, που έγραψε το «Leves Amores» (Φωτεινές Αγάπες) και μετά ζήτησε από τον υπηρέτη της Matie Putnam, να το τυπώσει. Επειδή το είχε υπογράψει ως Κ. Μάνσφιλντ, εκείνος το πρόσεξε και της το επέστρεψε για να το διορθώσει — το Κάθριν το πέρασε στην υπογραφή της 10 χρόνια μετά. Πλην όμως είχε προλάβει να το διαβάσει και φαίνεται πως το ‘δειξε του πατέρα της. Εκείνος παρόλο που απέρριπτε τις προτιμήσεις της, τη βοήθησε αρκετά στο να στραφεί στη μεγάλη αγάπη της: στο γράψιμο, προσπαθώντας να προωθήσει τα γραπτά της, μέσω φίλων δημοσιογράφων. Επίσης, παρ’όλο που η ζωή της εκεί έδειχνε πληκτική, στο ημερολόγιό της βρίσκονται ψήγματα ευτυχισμένων στιγμών. Γράφει διηγήματα εκείνη την εποχή, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Τελικά καταφέρνει να πείσει τους δικούς της να της επιτρέψουν να γυρίσει στο Λονδίνο, τον Ιούλιο του 1908, με ετήσιο εισόδημα 100 λιρών.

Τα επόμενα χρόνια θα μπορούσε κανείς να τα χαρακτηρίσει σαν μια χαοτική αναζήτηση και συλλογή ετερόκλητων εμπειριών για κείνη. Δημοσίευσε λίγες ιστορίες, πούλησε το τσέλο και για να συμπληρώνει το εισόδημά της έπαιρνε μέρος σε μουσικά σχήματα. Ερωτεύτηκε το δίδυμο αδελφό του ‘Αρνολντ, τον Garnet Trowell κι έμεινε έγκυος μαζί του, μα εντελώς ανεξήγητα, παντρεύτηκε τον George Charles Bowden, δάσκαλο μουσικής, στις 2 Μάρτη 1909 στο Paddington, με μάρτυρα τη ΛΜ και τον χώρισε το ίδιο κιόλας βράδυ. Η μητέρα της θορυβημένη απ’ αυτά τα καμώματα, φτάνει στο Λονδίνο οργισμένη, τη χωρίζει από τη ΛΜ, τη συνοδεύει με το ζόρι στο σπα του Bad Worishofen, Γερμανία και μετά απογοητευμένη από τη στάση της, επιστρέφει στο Ουέλινγκτον και την αποκληρώνει. Αυτοί οι έξι μοναχικοί μήνες στη Γερμανία, που κατά τη διάρκειά τους, αποβάλει, είναι βάση για τις επόμενες ιστορίες που δημοσιεύει μεταξύ 1910-11, στο λογοτεχνικό περιοδικό The New Age, του εκδότη A.R. Orage. Την βοήθησε επίσης η στενή σχέση της με μια μέντορά της και πολύ καλή γνωρίμια, τη Beatrice Hastings.

Στα τέλη του 1911 έχει αρχίσει να εμφανίζει προβλήματα με την υγεία της. Συχνές πλευρίτιδες, παράλληλα με μια χρόνια μόλυνση, πιθανότατα, αφροδισιακής προέλευσης. Ωστόσο ξεκινά να χτίζει τη φήμη της εκείνη την περίοδο, μαζί με την πεποίθηση πως η θέση των γυναικών ήταν αρκετά υποβαθμισμένη. Δεν είναι τυχαίο, πως σε πολλές ιστορίες της περιόδου εκείνης, η ηρωΐδα-αφηγήτρια, είναι νεαρή γυναίκα, μοναχική, ευάλωτη, αφελής, επανεξετάζει τη θέση και το ρόλο της στην κοινωνία, σκεπτόμενη πως οι άντρες κρατάνε τα σκήπτρα, το δικαίωμα σ’ όλα τ’ αγαθά κι όσο για το σεξ, οι άντρες απολαμβάνουν, ενώ οι γυναίκες υφίστανται τις συνέπειες. Το 1ο της βιβλίο που συγκέντρωσε αυτές τις ιστορίες είναι το, «Σε Μια Γερμανική Πανσιόν» και κυκλοφόρησε το 1911. Μερικές απ’ αυτές τις ιστορίες είναι: «Αυτό Το Άνθος» (This Flower) & «Στον Κόλπο» (At The Bay) κ.ά.

Τον Δεκέμβρη του 1911, γνωρίζεται με τον σπουδαστή της Οξφόρδης κι εκδότη του περιοδικού RhythmJohn Middleton Murry και στην πρόσκλησή της, έγινε νοικάρης κι έπειτα εραστής της. Μπορεί να παντρεύτηκαν μετά από επτά χρόνια, οι δύο «τίγρεις» (έτσι τους έλεγαν) μα δέθηκαν πολύ από εκεί κι έπειτα. Στα προσεχή δυο χρόνια, η φήμη της ανέβαινε. Μαζί εξέδωσαν τον Ρυθμό και μετά το διάδοχό του έντυπο, το Blue Review, όπου δημοσίευσε μερικές ιστορίες της από τη Ν. Ζηλανδία. Τα οικονομικά τους συνέχιζαν να είναι άθλια κι άλλαζαν τακτικά σπίτι. Δεν κατάφερε ν’ αποτρέψει τη χρεωκοπία του Μάρι, που ακολούθησε την παραμονή τους στο Παρίσι, στα τέλη του 1913.

Η Κάθριν Μάνσφιλντ το 1912

Η σχέση τους ήταν μη συμβατική, συχνά τραυματική κι ενώ σέβονταν ο ένας τον άλλο, συχνά ξεχνούσαν τις ανάγκες του. Αναζητούσε συχνότερα τη χωρίς ερωτήσεις αγάπη, την ολοκληρωτική αφοσίωση, την έμπρακτη υποστήριξη και προσοχή (που ο Μάρι δεν μπορούσε να της προσφέρει) στο πρόσωπο της ΛΜ. Έτσι, τα δυο πρόσωπα της ζωής της, για όλο το υπόλοιπο διάστημα που έζησε, της ήταν αναγκαία, για διαφορετικούς λόγους έκαστο. Έζησαν πολλές φορές για μεγάλο διάστημα, χώρια, μα αλληλογραφούσαν συνεπέστατα κι αδιαλείπτως. Στις εκατοντάδες επιστολές της ήταν ακατάστατη μεν, αλλά περιγραφική, όσον αφορούσε στις ιδέες, τα προσχέδια κι ό,τι άλλο για την τέχνη και τη βελτίωση της τεχνικής της. Το να γεμίζει σελίδες σελίδων με όλα τούτα, ήταν ζωτικό γιατί τη βοηθούσε αφάνταστα και την εκτόνωνε. Μερικές από αυτές βέβαια, συγκρίνονται επάξια με το καλύτερο δημοσιευμένο κείμενό της.

Μέχρι το 1914, το ζεύγος είχε στενή φιλία με τους D.H. & Frieda Lawrence, ήταν μάλιστα μάρτυρες στο γάμο τους, μοιράζονταν τις εμπειρίες τους από τη Ν. Ζηλανδία και σχεδίαζαν κοινές διακοπές κι επιστροφή στα πάτρια εδάφη, μα τους σόκαρε η εφήμερη σχέση της με τον Francis Carco, ένα Γάλλο ποιητή, το Φλεβάρη του 1915. Όλο το μήνα τον πέρασε στο διαμέρισμά του στη Quai Aux Fleurs, στο Παρίσι, προετοιμάζοντας την επόμενη ιστορία της, την «Αλόη» (The Aloe). Εκείνος την είχε ερωτευτεί τρελά κι όταν κατάλαβε πως για εκείνη ήταν απλά μια ακόμα εφήμερη σχέση, έγινε συντρίμμι. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, την επισκέφτηκε στο Λονδίνο, ο αδελφός της λίγο πριν ξαναγυρίσει στο μέτωπο, -είχε καταταγεί και περάσει τη βασική εκπαίδευση κι επρόκειτο να πάρει το βάπτισμα του πυρός- και πέρασαν μαζί μερικές ευχάριστες μέρες. Τον Οκτώβρη, ο Λέσλι σκοτώθηκε στη Φλάνδρα, περιοχή της Ν. Γαλλίας κι η ξαφνική θλίψη τη χτύπησε πολύ δυνατά.

Ο Μάρι τη ξανασυναντά και την επαναφέρει, στη Villa Pauline, στο Bandol. Στρώνεται να ξαναγράψει την «Αλόη» εξ αρχής, προσπαθώντας ουσιαστικά να γνωρίσει επιτέλους αυτή την ‘άγνωστη χώρα’, που ‘τανε γι’ αυτήν ο χαμένος της αδελφός. Το βιβλίο αυτό δημοσιεύτηκε αργότερα, το 1918, από το ζεύγος Leonard & Virginia Woolf, με τελικό τίτλο: «Πρελούδιο» (Prelude). Αυτό το βιβλίο περιγράφηκε αργότερα σαν μια επίκληση προς τη χαμένη της παιδική ηλικία κι αθωότητα και θεωρείται σαν το πρώτο αξιοσημείωτο δημιούργημά της. Το 1916, επιστρέφουν στην Αγγλία κι επισκέπτονται, τον Απρίλη, το σπίτι των Λόρενς στη Κορνουάλη (Cornwall), σε μια προσπάθεια αναθέρμανσης των σχέσεών τους. Τελικά τούτο βγήκε λάθος κι είχε αντίθετο αποτέλεσμα.

Επιστροφή στο Λονδίνο. Ο Μάρι βρίσκει μια θέση σε πολεμικό γραφείο στρατολόγησης. Όλο το 1917 διέμεναν συχνά στο Garsington Manor, προσκαλεσμένοι της Lady Ottoline Morrell κι εκεί σχετίστηκαν με την Ομάδα Μπλούσμπερι (Bloomsbury Group), που απαρτιζόταν από τους: T.S. EliotAldous HuxleyLytton StracheyDorothy BrettSiegfried SassoonLeonard-Virginia WoolfS.S. Koteliansky & Bertrand RussellWilliam GerhardiVanessa & Clive BellRoger Fry. Ο Μάρι λόγω του χαμηλότερου επιπέδου του, αλλά κι η Κάθριν ήταν πάντα η «…άποικος», έτσι κι οι δυο τους ένιωθαν αρχικά παρείσακτοι. Ακόμα κι όταν η ομήγυρη αναγνώρισε την αξία της, τα πράγματα δεν βελτιώθηκαν. (Η Γουλφ μάλιστα ζήλευε τη γραφή της). Αινιγματική κι απρόβλεπτη, ικανότατη χαρισματική μίμος, συμβούλευε τον Μάρι, «να μην αλλάζει μάσκα, αν πρώτα δεν έχει έτοιμη από κάτω την επόμενη». Μπορούσε να είναι θαυμάσια και γενναιόδωρη τη μια μέρα και κακιά την επόμενη. Ωστόσο βοήθησε πολύ τους συναδέλφους της, όπως: τον Koteliansky, στην προσπάθειά του να μεταφράσει Τσέχωφ και τον Gerhardi.

Δεκέμβρης 1917 κι η Κάθριν παθαίνει πάλι πλευρίτιδα κι αυτή τη φορά τόσο σοβαρή που διαγνώστηκε μεγάλη κηλίδα στον πνεύμονα. Δεν πήρε στα σοβαρά το θέμα, αλλά γύρισε πίσω στο Bandol και συνέχισε να γράφει τις ιστορίες της και ν’ ακολουθεί όσο πιστά μπορεί τις οδηγίες των γιατρών. Εκεί, μέσα στις στερήσεις λόγω πολέμου, τις κακουχίες και τη φτώχεια, συνεχίζει να γράφει. Τούτη τη φορά ετοιμάζει ένα νέο κύκλο ιστοριών: Τη «Μακαριότητα» (Bliss), όπου σατιρίζει το Γκάρσινγκτον, το «Ήλιος & Φεγγάρι» (Sun & Moon), μια ζωγραφιά της παιδικής της ηλικίας στο Ουέλινγκτον και το «Δε Μιλώ Γαλλικά» (Je Ne Parle Pas Francais), έρευνα για τις διαφορετικές απόψεις σεξουαλικότητας και κοινωνικής συμπεριφοράς.

Είχε την πρώτη της αιμορραγία από τη φυματίωση, το Φλεβάρη του 1918 κι από κει και πέρα ξεκινά η κούρσα με το χρόνο. «Πόσον αφόρητο να πεθάνει κανείς… αφήνει κομμάτια και σημάδια παντού… τίποτα πράγματι ολοκληρωμένο». Μετά από μια εφιαλτική βραδιά στη Γαλλία που παραλίγο να κλειστούν από γερμανικό βομβαρδισμό, αυτή κι η ΛΜ, θορυβούνται κι επιστρέφουν στο Λονδίνο. Το διαζύγιο από το Μπόντεν βγαίνει στις 29 Απρίλη κι ο γάμος της με το Μάρι είναι αντιστάθμισμα. Εγκαθίστανται στο Hampstead, τον Αύγουστο, μετά την είδηση του θανάτου της μητέρας της, συγκλονισμένη κι εκνευρισμένη από το θορυβώδη εορτασμό της λήξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. κι αυτό την πιέζει στην εργασία και στην υγεία της. Στις αρχές του 1919, ο Μάρι γίνεται συντάκτης στο περιοδικό Athenaeum και μεγάλο μέρος ενασχόλησής της, ήταν οι βιβλιοκριτικές που δημοσίευσε εκεί. Αυτές έδειξαν το ιδιαίτερο, διορατικό και μοναδικό τρόπο που ‘βλεπε τους άλλους συγγραφείς.

Αν κι η κατάστασή της χειροτέρεψε, αρνιόταν πεισματικά να μπει σε σανατόριο, αντίθετα, με την αρχή του βρετανικού χειμώνα, τον ίδιο Σεπτέμβρη, επισκέπτεται με τη ΛΜ το Ospedaletti, στην Ιταλία. Κουρασμένη, αδυνατισμένη κι άρρωστη, εκμυστηρεύεται μερικές από τις στεναχώριες της στον Μάρι με μερικές επιστολές και προσωπικά στη ΛΜ. Απογοητευμένη με την απάθεια του Μάρι και τη φανερή απροθυμία του να τη στηρίξει, γράφει το «The Man Without A Temperament» (Ο Άντρας Χωρίς Ταμπεραμέντο), το Γενάρη του 1920. Φοβούμενη πως έχει φτάσει στα πρόθυρα της κατάρρευσης, τέλη του ίδιου μήνα, πηγαίνει στο Menton στη Ν. Γαλλία, να μείνει στη ξαδέλφη της Connie Beauchamp και μετά από ένα καλοκαίρι στο Λονδίνο, επιστρέφει ξανά στο Μεντόν, τούτη τη φορά με τη ΛΜ, στη Villa Isola Bella. Εκεί γράφει το «The Daughters Of The Late Colonel» (Οι κόρες του αείμνηστου συνταγματάρχη), έργο για τ’ οποίον αργότερα έγραψε πως είναι το μόνον έργο της που την ικανοποίησε από κάθε άποψη. Ήταν έτοιμο το Δεκέμβρη, τον ίδιο μήνα που η «Μακαριότητα κι άλλες ιστορίες» δημοσιεύονται. Ήταν το τελευταίο βιβλίο που τυπώθηκε, όσο ζούσε. Μετά θάνατο, δημοσιεύτηκαν άλλες 2 συλλογές με διηγήματα: «The Dove’s Nest» (Η Φωλιά Του Περιστεριού) και «Something Childish» (Κάτι Παιδαριώδες), καθώς κι η αλληλογραφία και τα ημερολόγιά της.

Ένα παραστράτημα του Μάρι, φλέρταρε την Πριγκήπισσα Elizabeth Bibescu, την πληγώνει βαθιά και πλέον νιώθει ακόμα πιότερο πνευματικά απομονωμένη. Κλείνεται πιότερο στον εαυτό της και στο γράψιμο. Μάης 1921, μεταβαίνει στην Ελβετία και την ακολουθεί ο Μάρι, που για να ‘ναι μαζί της, παραιτείται από το Ατενέουμ. Εκεί, στο Chalet Des Sapins, στη Montana-Sur-Sierre, γράφει μερικές από τις πιο διάσημες ιστορίες της, από τη Ν. Ζηλανδία: «At The Bay», «A Garden Party», «The Doll’s House» (Το Κουκλόσπιτο). Οι δύο πρώτες δημοσιεύτηκαν στο «Γκάρντεν Πάρτυ κι άλλες ιστορίες», Φλεβάρη του 1922. Αυτό το καιρό, βρίσκεται σ’ απόγνωση, και κάνει επίπονη θεραπεία με ακτινοβολίες, στο Παρίσι. Εκεί συναντά τον Τζέημς Τζόυς και γράφει το «The Fly» (Η Μύγα). Ασθένεια, απομυθοποίηση πατέρα και συζύγου κι αποστροφή στο μάταιο ματοκύλισμα του πολέμου, φαίνονται ξεκάθαρα σ’ αυτή την πικρή ιστορία, που ξεχειλίζει από άσκοπες προσπάθειες και καταστροφή.

Κουρασμένη, επιστρέφει στην Ελβετία και γράφει το «The Canary» (Το Καναρίνι), τη τελευταία ιστορία της, της Ν. Ζηλανδίας. Αύγουστος 1922, επισκέπτεται σύντομα το Λονδίνο, που ‘μελλε να ‘ναι η τελευταία συνάντηση με τους γονείς και τους φίλους της. Παρά την προχωρημένη φυματίωση, προγραμματίζει μια νέα σειρά 12 ιστοριών, που θα ‘κλεινε την τριλογία που ξεκίνησε με το «Πρελούδιο» και συνεχίστηκε με το «Στον Κόλπο». Δεν πραγματοποίησε ποτέ τούτο το σχέδιο. Επηρεασμένη από μυστικιστές φιλοσόφους όπως ο P.D. Ouspensky, διαμορφώνει την πεποίθηση πως πρέπει να θεραπεύσει τη ψυχή της πιότερο, παρά το σώμα. Αποφάσισε οι νέες ιστορίες της να μην είναι κυνικές,να μεταδίδουν νόημα νέας ζωής και να γίνει «παιδί του ήλιου». Τον Οκτώβρη μπαίνει στο G.I. Gurdjieff’s, Ινστιτούτο Για Την Αρμονική Ανάπτυξη Του Ανθρώπου στο Avon-Fontainebleau, κοντά στο Παρίσι. Οι τελευταίες επιστολές της προς τους ΛΜ, Μάρι και τους δικούς της δείχνουν ότι τελικά εκεί μέσα, βρήκε κάτι απ’ αυτό που αναζητούσε. Ο Μάρι την επισκέφτηκε στις 9 Γενάρη 1923 και το ίδιο βράδυ είχε τη μοιραία αιμορραγία που ‘μελλε να ‘ναι η τελευταία της. Πέθανε και θάφτηκε, στο Avon-Fontainebleau, με σύντομη δέηση στα γαλλικά, σ’ ένα παρεκκλήσι. Ήταν μόλις 35 ετών.

Τελευταία της θέληση ήταν να πάρει τα γραπτά της, ο σύζυγός της και να τα διαχειριστεί καταπώς όριζε. Αυτός τα συγκέντρωσε και τα διοχέτευσε με σύνεση, παρά τα όσα ειπώθηκαν πως πρόδωσε τη μνήμη της. Κατάφερε να την εμφανίζει ως την αγιότερη όλων των γυναικών. Συνέβαλλε λοιπόν τα μέγιστα, στην υστεροφημία της, συντάσσοντας επιλεκτικά, το περιοδικό Κάθριν Μάνσφιλντ, από ιστορίες, επιστολές, ημερολόγια, το 1927. 2 τόμους επιστολών δημοσιεύει το 1928, και τις επιστολές που αντάλλαξαν μεταξύ τους στο διάστημα 1913-22, τις δημοσίεψε το 1951.

Παρ’όλο που ο όγκος της δουλειάς της δεν είναι μεγάλος, γράφτηκαν πολλά για κείνη. Μελετητές έφτιαξαν τη βιογραφία της και μελέτησαν το λογοτεχνικό της έργο. Ενέπνευσε πολλούς λογοτέχνες να βάλουν χαρακτήρες στα έργα τους που να της μοιάζουν: ο D.H. Lawrence στο «Women In Love», ο Aldous Huxley στο «Point Counter Point», ο Francis Carco στο «Les Innocents» κι ο Conrad Aiken στο «Your Obituary Well Written».

Το ενδιαφέρον στοιχείο, που τη καθιστά σα μιαν από τις εξέχουσες γυναίκες συγγραφείς διηγημάτων, είναι πως παρ’ όλο που επηρεάστηκε έντονα από πολλούς μεγάλους συγγραφείς (ειδικότερα τον Τσέχοφ), δημιούργησε δικό της προσωπικό στυλ και παράλληλα εισήγαγε νεωτερισμούς εξαιρετικής ομορφιάς κι απλότητας στο βρετανικό λογοτεχνικό μοντερνισμό. Προσπάθησε να συλλάβει την πρόσκαιρη σπιρτάδα της ζωής και να εστιάσει στις απλές χαρές της, έτσι ώστε να γίνεται κατανοήσιμη κι από τους απλούς ανθρώπους. Επίσης, απέρριψε το κλασικό τρόπο σύμβασης των προσεγμένων διηγημάτων με το τελικό συμπέρασμα και προτίμησε να το πει μ’ έμμεσο ή άμεσο τρόπο, στην αφήγηση και με τη γοργή αλληλουχία χρονικών γεγονότων με σταθερή μετατόπιση της προοπτικής. Συχνά, βρίσκει κανείς την ιδέα στα κείμενά της, τον στόχο, αλλά χωρίς ιδιαίτερο σχέδιο και χωρίς προσχεδιασμένο ευκρινές συμπέρασμα. Επίσης συχνά, υπάρχει κινηματική ποιότητα, και τούτο κυρίως οφείλεται στη λατρεία της στην κινηματική και τη φωτογραφία. Αν προστεθεί σ’ αυτά κι ο επιδέξιος χειρισμός όλων αυτών των καινοτομιών, τότε θα μπορεί να καταλάβει το μέγεθος της προόδου που παρείχε στο διήγημα παγκοσμίως.

Αν και παγκοσμίως λοιπόν είναι πλέον αναγνωρισμένη, στην πατρίδα της τη Νέα Ζηλανδία, τούτο ακόμα είναι προβληματικό, επειδή έλειψε πολλά χρόνια κι έγραψε σε άλλα μέρη. Η ίδια πάντως έλεγε πως: «Η Ν. Ζηλανδία είναι μες στα κόκαλά μου!». Χρησιμοποίησε το γλωσσικό ιδίωμα και τις λέξεις της πατρίδας της και γενικά μπορεί κανείς να πει, πως επηρεάστηκε κι από τις δυο της πατρίδες: Αγγλία και Ν. Ζηλανδία. κι υπάρχουν αναφορές στην αποικιακή ιστορία, σε μερικές ιστορίες της. Ο θάνατος του αδελφού της το 1915, έδωσε νέα ώθηση στη διαδικασία που είχε ήδη ξεκινήσει. Στις τελευταίες ιστορίες της, κεντρικό σημείο κρατούν οι αναμνήσεις της παιδικής της ηλικίας στην πατρίδα. Χωρίς αμφιβολία, κυριευμένη από μοναξιά λόγω της αρρώστιας, η σκέψη της ταξίδευε προς τα πίσω και φυσικά στην επιστροφή. Επίσης, το να γράφει μακριά από την πατρίδα, της έδωσε διαφορετική οπτική από τους Νεοζηλανδούς αλλά και τους Άγγλους. Δεν θα μπορούσε να γράψει ό,τι έγραψε αν δεν δέχοταν τις έστω μακρινές επιδράσεις αυτών των δυο διαφορετικών αλλά και συγγενικών τόπων.

Υπάρχουν στοιχεία στα σημειωματάριά της που δείχνουν ότι προσπάθησε να μετασχηματίσει τις προσωπικές της εμπειρίες στα διηγήματά της, από πολύ νωρίς, το 1907. Γνώριζε καλά τη τέχνη της βιωματικής εμπειρικής γραφής και τη χρησιμοποιούσε με μαεστρία. Η τέχνη τελικά ξεπερνούσε πάντα την πραγματικότητα ή οι ήρωές της διαμορφώθηκαν έτσι, ώστε να προσδώσουν την εντύπωση που ήθελε να μεταβιβάσει. Η τεχνική της είχε το αξιοθαύμαστο, να ‘ναι τόσον απλή και τόσο ταιριαστή, ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να πιστεύει πως μιλά με ακρίβεια για κείνους. Σε μιαν άλλη επιστολή της, το 1922, έγραψε:

«Πιστεύω πως ο μόνος τρόπος να ζήσω σαν συγγραφέας, είναι να βασίσω τις ιστορίες μου σε πραγματικά προσωπικά στοιχεία κάποιου και να βρω τους θησαυρούς σ’ αυτό. Το σπουδαίο είναι πως περιγράφοντας αυτό που σε μένα φαίνεται κι είναι προσωπικό, άλλοι άνθρωποι που το διαβάζουνε, το παίρνουν επάνω τους και το αντιλαμβάνονται σα να ‘τανε δικό τους.»

Τέλος, υποτροφία που έχει θεσμοθετηθεί στο Μεντόν φέροντας το όνομά της, αποτελεί μνήμη και κίνητρο για νέους φερέλπιδες συγγραφείς. Παρόλο που η ίδια πίστευε πως «η μόδα μου θα περάσει πολύ σύντομα», τελικά κατάφερε να κερδίσει παγκόσμια φήμη, ως διηγηματογράφος, ποιήτρια, επιστολογράφος, και συγγραφέας ημερολογίων κι άρθρων κριτικής βιβλίων. Τα έργα της έχουν μεταφραστεί σε πάνω από 25 γλώσσες παγκοσμίως.

Ελληνικές μεταφράσεις έργων της

  • Η Αλόη, μετάφρ. Χρύσα Σπυροπούλου, εκδ. «Οδός Πανός», Αθήνα 1993.
  • Κάτι παιδιάστικο μα τόσο φυσικό, μετάφρ. Λίζα Σαμλόγλου, εκδ. «Πατάκη», Αθήνα 1998.
  • Το γκάρντεν πάρτι, μετάφρ. Μίνα Δαλαμάγκα, εκδ.«Οδυσσέας» 1982 -και μετάφρ. Μαρία Λαϊνά, εκδ. «Σμίλη», Αθήνα 2006.
  • Σε μια γερμανική πανσιόν, μετάφρ. Γιώργος Μπαρουξής, εκδ. «Το Ποντίκι», Αθήνα 2007 και «Ποικίλη Στοά», Αθήνα 2016.

Απόgynaikes

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *