Κυ. Δεκ 22nd, 2024

Είναι γνωστή κυρίως ως η πρώτη γυναίκα που έθεσε υποψηφιότητα για το αξίωμα του προέδρου, σε μια εποχή που οι γυναίκες δεν επιτρεπόταν καν να ψηφίσουν, καθώς για την πρώτη δημοσίευση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου στη χώρα

Η Βικτόρια Γούντχαλ (Victoria Woodhull, 23 Σεπτεμβρίου 1838 – 9 Ιουνίου 1927) ήταν σημαντική προδρομική μορφή του φεμινιστικού κινήματος των ΗΠΑ. Αν και χρονικά τοποθετείται στο «πρώτο κύμα» φεμινιστριών, οι αντιλήψεις της ήταν πολύ ριζοσπαστικότερες. Είναι γνωστή κυρίως ως η πρώτη γυναίκα που έθεσε υποψηφιότητα για το αξίωμα του προέδρου, σε μια εποχή που οι γυναίκες δεν επιτρεπόταν καν να ψηφίσουν, καθώς για την πρώτη δημοσίευση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου στη χώρα.

Γεννημένη σε ένα μικρό χωριό του Οχάιο στις 23 Σεπτεμβρίου 1838 ως Βικτόρια Κλάφλιν, ξεκίνησε από παιδί να στηρίζει οικονομικά τη φτωχή οικογένειά της παριστάνοντας την πνευματίστρια. Στα 14 της παντρεύθηκε το γιατρό Κάνινγκ Γούντχαλ, αλλά μετά από ένδεκα χρόνια και με δύο παιδιά, διεκδίκησε και πέτυχε διαζύγιο από τον αλκοολικό σύζυγό της. Αν και σήμερα αυτό φαίνεται φυσιολογικό, όταν συνέβη επρόκειτο για ριζοσπαστική πράξη ενάντια σε ένα κατεστημένο που στιγμάτιζε και συχνά απομόνωνε τη διαζευγμένη γυναίκα από την κοινωνία.

To 1866 παντρεύθηκε το φιλελεύθερο Βόρειο συνταγματάρχη Τζέημς Μπλαντ και μετακόμισαν στη Νέα Υόρκη. Σε ηλικία μόλις 31 ετών άνοιξε δικό της γραφείο στο χρηματιστήριο της πόλης, μαζί με την αδελφή της Τεννεσή. Ως οι πρώτες γυναίκες χρηματίστριες συγκέντρωσαν περιέργεια και θαυμασμό, αλλά και προσβλητικά σχόλια από αρκετές εφημερίδες. Ένας από τους θαυμαστές τους ήταν ο μεγιστάνας των σιδηροδρόμων Κορνήλιος Βαντερμπίλτ, ο οποίος στήριξε οικονομικά το γραφείο.

Πολιτική δραστηριότητα

Η σχέση της Γούντχαλ με το οργανωμένο φεμινιστικό κίνημα ήταν επαμφοτερίζουσα. Θεωρούσε τις επίσημες γυναικείες οργανώσεις ως κοινωνικά μετριοπαθείς και ηθικά συντηρητικές, αφού περιόριζαν το διεκδικητικό πλαίσιό τους στην κατάκτηση του δικαιώματος ψήφου, χωρίς να θέτουν ευρύτερα αιτήματα σχετικά με τη γυναίκα και την κοινωνία.

Με τα χρήματα που κέρδιζε από το χρηματιστηριακό γραφείο, εξέδιδε με την αδελφή της μεταξύ 1870 – 1876 το έντυπο «Woodhull & Claflin’s Weekly». Στις σελίδες του πραγματευόταν θέματα ταμπού όπως η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση και ο ελεύθερος έρωτας. Εκτός από το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, τα άρθρα της προπαγάνδιζαν το δικαίωμα στην κοντή φούστα, τη φυτοφαγία, τη νομιμοποίηση της πορνείας κ.ά. Όμως το έντυπο είναι περισσότερο γνωστό για την πρώτη δημοσίευση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου στις ΗΠΑ, στο τεύχος της 30ής Δεκεμβρίου 1871.

Αν και μονογαμική, η Γούντχαλ υποστήριζε ότι η γυναίκα πρέπει να έχει το απόλυτο δικαίωμα αυτοδιάθεσης του σώματός της και επιλογής του ερωτικού συντρόφου της. Έγραφε σχετικά ότι η σχέση θα έπρεπε να ακολουθεί την έξαψη του ενστίκτου. Όταν η γυναίκα προβιβάζεται από τη σεξουαλική σκλαβιά στη σεξουαλική ελευθερία, στην ιδιοκτησία και τον έλεγχο των ερωτικών οργάνων της, και όταν ο άνδρας υποχρεούται να σεβασθεί αυτήν την ελευθερία, μόνο τότε το ένστικτο γίνεται αγνό και ιερό.

Σχετικά με το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, υποστήριζε ότι οι γυναίκες δε θα έπρεπε να αγωνίζονται για τη νομοθετική κατοχύρωσή του αλλά για την εφαρμογή του, αφού (με μια δική της ερμηνεία) το Σύνταγμα τους το είχε ήδη παραχωρήσει, δεδομένου ότι δεν έκανε σαφή διάκριση ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες. Συνεπώς το μόνο που χρειαζόταν, ήταν να παρουσιασθούν οι γυναίκες μαζικά στα εκλογικά τμήματα την ημέρα των εκλογών και να απαιτήσουν την εφαρμογή του Συντάγματος. Εμφανίσθηκε μάλιστα σε ειδική ακρόαση του Κογκρέσου για να υποστηρίξει την ερμηνεία της. Έγινε έτσι η μόλις δεύτερη γυναίκα που εμφανίσθηκε ενώπιον του Κογκρέσου (1871), σε μια ακρόαση που προκάλεσε τεράστιο δημόσιο ενδιαφέρον, αν και δεν κατάφερε να πείσει για την ορθότητα της ερμηνείας της.

Το 1872 ήταν υποψήφια στις προεδρικές εκλογές, με υποψήφιο αντιπρόεδρο τον έγχρωμο πρώην σκλάβο Φρέντερικ Ντάγκλας. Υπάρχουν αμφιβολίες κατά πόσον αυτή η υποψηφιότητα εγκρίθηκε ως νόμιμη από τις αρχές, όμως την εποχή εκείνη τα ψηφοδέλτια δεν τυπώνονταν από το κράτος ή τις πολιτείες, αλλά από τους υποψηφίους που τα διένεμαν στους οπαδούς τους για να τα ρίξουν στην κάλπη. Οπότε ακόμα και εάν η υποψηφιότητα είχε κριθεί άκυρη (πράγμα που δε γνωρίζουμε), οι ψήφοι προς τη Γούντχαλ ήταν πραγματικές. Οι επίσημες στατιστικές κατέγραψαν περίπου 2.000 διάσπαρτες ψήφους, από τις οποίες πιθανά κάποιες ήταν για τη Γούντχαλ. Πάντως η ίδια δε μπόρεσε να εμφανισθεί στο εκλογικό τμήμα και να προσπαθήσει να ψηφίσει, αφού λίγες μέρες νωρίτερα είχε συλληφθεί μαζί με το σύζυγο και την αδελφή της, για ένα λίβελλο που είχαν δημοσιεύσει στο έντυπό τους.

Εγκατάσταση στη Μ. Βρετανία

Το 1877 η Γούντχαλ εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Μεγάλη Βρετανία – ένα χρόνο νωρίτερα είχε χωρίσει το δεύτερο σύζυγό της. Εκεί έζησε για πενήντα χρόνια μέχρι το θάνατό της στις 9 Ιουνίου 1927. Το 1883 παντρεύθηκε για τρίτη φορά, με τον τραπεζίτη Τζον Μπίνταλφ Μάρτιν που παρακολουθούσε τις διαλέξεις της. Μεταξύ 1892 – 1901 εξέδιδε ένα περιοδικό με τίτλο The Humanitarian (Ανθρωπιστικό).

Με την πολιτική της πατρίδας της δοκίμασε να ξανασχοληθεί περιστασιακά, θέτοντας υποψηφιότητα στις προεδρικές εκλογές του 1888 και 1892, χωρίς όμως να επιτύχει τις συζητήσεις και τη δημοσιότητα της πρώτης απόπειρας. Ιδιαίτερα την τελευταία φορά γελοιοποιήθηκε από τις εφημερίδες, οι οποίες την εμφάνισαν να δηλώνει ότι είναι προφητεία και θεϊκή βούληση να εκλεγεί πρόεδρος.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *