Τρ. Δεκ 3rd, 2024

«Προσέξτε πώς μια γυναίκα μπαίνει σε ένα δωμάτιο προσελκύοντας επάνω της όλα τα βλέμματα» έλεγε η Κοκό Σανέλ σε όσους ζητούσαν να της εκμαιεύσουν έναν κωδικοποιημένο ορισμό του «στυλ».

«Παρατηρήστε τον τρόπο με τον οποίο περπατά, τον τρόπο με τον οποίο κάθεται· δώστε ιδιαίτερη προσοχή στις χειρονομίες με τις οποίες συνοδεύει την ομιλία της. Μπορεί να είναι άσχημη με τα δεδομένα της κλασικής ομορφιάς, όμως υπάρχει κάτι στη σιλουέτα, στην αύρα και στις χειρονομίες της που αποδεικνύει ότι έχει στυλ, και αυτό το κάτι φαντάζει όμορφο γιατί είναι απροσποίητο, ουσιαστικό, χωρίς περιττά στολίδια. Η γυναίκα αυτή είναι απλώς ο εαυτός της».

Η επαναστάτρια της μόδας Γκαμπριέλ Σανέλ γεννήθηκε στις 19 Αυγούστου 1883 στο Σομύρ της Γαλλίας. Η μητέρα της, για πολλά χρόνια θύμα κακοποίησης στα χέρια του συζύγου της, ενός αυταρχικού γυρολόγου, άφησε την ύστατη πνοή της το 1895, χρονιά που η «Κοκό» μπήκε σε ορφανοτροφείο. Στα 17 της χρόνια πήγε σε μοναστήρι, όπου διδάχθηκε μεταξύ άλλων ραπτική και καλούς τρόπους. Τρία χρόνια αργότερα εγκατέλειψε τον μοναστικό βίο για να πιάσει δουλειά ως πωλήτρια σε κατάστημα ρούχων, ενώ λίγο μετά εγκαινιάστηκε η θητεία της ως τραγουδίστριας καμπαρέ. Ηταν τέτοιος ο ενθουσιασμός των θαυμαστών της που ζητούσαν και ξαναζητούσαν επίμονα ένα ανκόρ από το βραδινό νούμερό της «Ποιος είδε την Κοκό στο Τροκαντερό;» ­ από αυτό το νούμερο της βγήκε το παρατσούκλι με το οποίο θα μείνει στη μνήμη των ανθρώπων.

Το 1906 έγινε ερωμένη του Ετιέν Μπαλσάν, ενός εύπορου κτηματία, περιζήτητου στους κοσμικούς κύκλους. Την περίοδο που ζούσε μαζί του στα περίχωρα των Παρισίων λειαίνοντας τους τρόπους της και ιππεύοντας τα καθαρόαιμα άλογά του, προσέλαβε έναν ράφτη στον οποίο παρήγγειλε μια στολή ιππασίας εντελώς «αλλόκοτη» για το ενδυματολογικό κατεστημένο της Μπελ Επόκ: ήταν μια στολή εντελώς λιτή, εμπνευσμένη από τα ρούχα ενός νεαρού που δούλευε στους στάβλους, η οποία της επέτρεπε να ιππεύει πολύ πιο ξεκούραστα.

Το ντύσιμό της εν γένει και τα μινιμαλιστικά καπέλα που είχε ήδη αρχίσει να δημιουργεί είχαν δώσει τροφή για ουκ ολίγα, όχι ιδιαίτερα κολακευτικά για το γούστο αλλά και για το ήθος της εκκολαπτόμενης σχεδιάστριας, σχόλια. Ο πληθωρικός Μπαλσάν δεν άργησε να της παραχωρήσει ένα ισόγειο διαμέρισμα, το οποίο η «Κοκό» έσπευσε να μετατρέψει σε στούντιο. Το 1913 ήταν έτοιμη να εγκαινιάσει το πρώτο μαγαζί της στην Ντοβίλ και πολύ αργότερα, το 1924, ένα δεύτερο στη γαλλική πρωτεύουσα.

Coco Chanel – 1926

Η ίδια παραδεχόταν ότι ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος συνέβαλε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στην ανάδειξή της σε κορυφαία couturiere των Παρισίων. Το «φτωχικό chic» που κατόρθωσε να καθιερώσει μέσα σε μόλις πέντε χρόνια ήταν το στυλ που η εποχή απαιτούσε. Τα καπέλα-τούρτες, τα φτερά, οι δαντέλες και οι πέρλες έδωσαν πανηγυρικά τη θέση τους στο σχεδόν ανδρόγυνο λουκ «Σανέλ». Ελάχιστοι τότε μπορούσαν να αντιληφθούν το μέγεθος της επανάστασης που συντελούνταν στα άδυτα της δυτικής γκαρνταρόμπας. Τίποτε δεν ήταν ικανό να σταματήσει την ορμή της «Κοκό». Καθιέρωσε το ύφασμα ζέρσεϊ, το ταγέρ, το φαρδύ, άνετο παντελόνι, το περιώνυμο «μακρύ μαύρο φόρεμα», τα κοντά σε γραμμή «καρέ» μαλλιά, το πουλόβερ με τον γυριστό λαιμό, τα ψεύτικα φαντεζί κοσμήματα. Το 1921 έγινε η πρώτη σχεδιάστρια μόδας που επέκτεινε τη δραστηριότητά της και στα αρώματα, λανσάροντας το «Chanel Νο 5». «Το άρωμα είναι το απόλυτο αξεσουάρ: αόρατο αλλά αξέχαστο» αποφαινόταν η ίδια.

Τη δεκαετία του 1930 το όνομα Σανέλ ήταν συνώνυμο της μόδας. Οι προκλητικές δηλώσεις της («Η μόδα μου καθιερώθηκε γιατί ήμουν η πρώτη γυναίκα του 20ού αιώνα»), οι μποέμ συναναστροφές της (το Παρίσι αντηχούσε από τα υπερρεαλιστικά γέλια της με τον Κοκτό, τον Νταλί, την Κολέτ) και η ταπεινή αυστηρότητα των σικ creations της είχαν δημιουργήσει ολόκληρο μύθο γύρω από το όνομά της.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο αποσύρθηκε διακριτικά στην Ελβετία, όπου και πληροφορήθηκε το 1947 την επιτυχία του Κριστιάν Ντιόρ και του «New Look» του. Στις 5 Φεβρουαρίου 1954, λίγους μήνες προτού κλείσει τα 75 της χρόνια, αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα για την επιστροφή της. Η δεύτερη θητεία της στη μόδα εμφύσησε ζωή στο κλασικό ταγέρ Σανέλ και στις τσάντες με τα «διαπλεκόμενα» «C». Οταν η «Κοκό» πέθανε στις 10 Ιανουαρίου 1971, μέσα στην κοσμοπολίτικη ανωνυμία του ξενοδοχείου «Ritz», το στυλ έμοιαζε να έχει αναγεννηθεί.

Απόgynaikes

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *