Πε. Δεκ 26th, 2024

Γνωρίζουμε τόσα για εκείνη όσα πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε; Ή δεν γνωρίζουμε τίποτε;

Ας συγκεντρώσουμε όσα γράφτηκαν για τη ζωή της. Καταλήγουμε κάπου; Οχι! Δεν μπορεί να είναι η ίδια καλλιτέχνις εκείνη που για τον έναν ήταν απόλυτη κάτοχος της τεχνικής του τραγουδιού ενώ για τον άλλον ήταν μια προικισμένη φύση που όμως δεν χρησιμοποιούσε τη φωνή της σωστά. Ούτε μπορεί να είναι ο ίδιος άνθρωπος η γυναίκα η ευγενική, η τρυφερή, η συνεσταλμένη (σύμφωνα με μαρτυρίες δικών της ανθρώπων) και η σκληρή, η δύστροπη, η συμφεροντολόγα (σύμφωνα και πάλι με μαρτυρίες… δικών της).

Δεν υπάρχει μύθος χωρίς μυστήριο. Στην περίπτωση της Μαρίας Κάλλας ο μύθος είναι τόσο ισχυρός ώστε το μυστήριο που τον συνοδεύει να προσλαμβάνει… χιτσκοκικές διαστάσεις, με τους βιογράφους της να καταλήγουν μονίμως σε αλληλοσυγκρουόμενα συμπεράσματα. Ενα είναι βέβαιο: η Κάλλας κάλυψε με υπεράνθρωπο κόπο την απόσταση από τα πρώτα… ντο ως την αναγωγή της στην κορυφαία υψίφωνο του 20ού αιώνα. Από τις εμφανίσεις της στη Λυρική Σκηνή ως τις παραστάσεις της στο εξωτερικό αμφισβητήθηκε, χλευάστηκε όσο ελάχιστες. Ταυτόχρονα, βεβαίως, αποθεώθηκε και λατρεύτηκε όσο ελάχιστες.

Γεννημένη στη Νέα Υόρκη στις 2 Δεκεμβρίου του 1923, κόρη του φαρμακοποιού Γεωργίου Καλογερόπουλου και της Ευαγγελίας Δημητριάδη, άρχισε μαθήματα πιάνου σε ηλικία εννέα ετών. Μετά το διαζύγιο των γονιών της επέστρεψε με τη μητέρα της και την αδελφή της Τζάκυ στην Ελλάδα, όπου άρχισε μαθήματα στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών με καθηγήτρια τη Μαρία Τριβέλλα. Το φθινόπωρο του 1939 συνέχισε τις σπουδές της δίπλα στη διάσημη ισπανίδα υψίφωνο Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, η οποία της στάθηκε σαν δεύτερη μάνα, όπως η ίδια η Κάλλας έλεγε στις συνεντεύξεις που έδινε τα χρόνια της μεγάλης δόξας της.

10 Ιουνίου 1940. Η Μαρία Καλογεροπούλου, ένα παχύ, αδέξιο, ντροπαλό κορίτσι, ξεκινάει τη συνεργασία της με τη Λυρική Σκηνή. Το κοινό την υποδέχεται εντυπωσιασμένο, με ενθουσιασμό. Ο πόλεμος όμως που της έγινε από κυκλώματα του νεοσύστατου οργανισμού όπερας φαίνεται ότι γιγάντωσε την επιθυμία της να φύγει. Επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και ξεκίνησε την προσπάθεια για διεθνή καριέρα. Η γνωριμία με τον βαθύπλουτο μεγαλοβιομήχανο Τζιανμπατίστα Μενεγκίνι (στην Ιταλία, το 1947), ο οποίος στη συνέχεια υπήρξε σύζυγος, πατέρας, φίλος και (ικανότατος) ατζέντης, λειτούργησε ως εφαλτήριο για την εκτίναξή της στο πάνθεον της μελοδραματικής τέχνης. Το σπάνιο μουσικό και υποκριτικό ένστικτό της την επέβαλε μέσα σε θύελλες χειροκροτημάτων αλλά και μέσα σε θύελλες αντιδράσεων από «εχθρούς» που της ταχυδρομούσαν χυδαιότατες επιστολές, τη γιούχαραν…

Ηταν μεγάλη από τα πρώτα της διεθνή βήματα, όπως φαίνεται από ηχογραφήσεις που διασώζονται. Θα γινόταν όμως μύθος αν η φιλαρέσκειά της δεν τη μεταμόρφωνε σε… μοντέλο; Θα ήταν το απόλυτο Νο. 1 αν δεν είχαν ασχοληθεί άπαντες και με την προσωπική ζωή της; Με την τραυματική σχέση της με τη μητέρα της; Και, κυρίως, με τον άτυχο έρωτά της για τον Ωνάση που προκάλεσε ένα επώδυνο διαζύγιο από τον Μενεγκίνι; Μήπως τελικά η τραγουδίστρια έγινε μύθος όχι μόνο λόγω ταλέντου αλλά και λόγω της σχέσης της με τον έλληνα μεγιστάνα; Τι σημασία έχει; Αυτό που στην πραγματικότητα άφησε πίσω της η Μαρία Κάλλας δεν έχει καμία σχέση με τα φτηνά κουτσομπολιά που συχνά αρέσουν τόσο πολύ στον Τύπο και στους αναγνώστες του. Αφησε τέχνη. Μοναδικής ποιότητας και σπάνιου ήθους. Από τις πρώτες ζωντανές ηχογραφήσεις της ως τα χρόνια της ωριμότητάς της και από εκεί ως τις τελευταίες εμφανίσεις της (ρεσιτάλ με τον τενόρο Τζιουζέπε ντι Στέφανο το 1973), με τη φωνή της αρχικά σε απόλυτη δόξα και στη συνέχεια «πληγωμένη», εύθραυστη, σφράγισε με τη μοναδική προσωπικότητά της όλους τους ρόλους του ρεπερτορίου της.

«Νόρμα», «Μήδεια», «Τραβιάτα», «Λουτσία ντι Λάμερμουρ», «Τόσκα», «Υπνοβάτις», «Αννα Μπολένα»… Η Μαρία Κάλλας «υποστήριξε» τις ηρωίδες της με όλη της την ψυχή. Ρίχτηκε στις μεγάλες σκηνές σαν λέαινα. Πολέμησε. Τίποτε δεν της χαρίστηκε, όλα τα διεκδίκησε και τα κέρδισε. Τα διεκδίκησε με το μοναδικό πάθος του ανθρώπου που ζει πάνω απ’ όλα για τη γνήσια, την αληθινή τέχνη, όπως και η ίδια είχε επισημάνει σε πολλές συνεντεύξεις της. Τι κέρδισε η ίδια; Την πρώτη θέση στο οπερατικό στερέωμα του 20ού αιώνα. Η σπορά της έπιασε, ευτυχώς, τόπο. Το φαινόμενο Κάλλας δεν ξεχάστηκε ­ όπως έχουν ξεχαστεί τόσα άλλα φαινόμενα. Παραμένει ορόσημο, φάρος καλλιτεχνικού ήθους στον κόσμο του μελοδράματος.


ΤΟ ΒΗΜΑ , 14-04-2002

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *