Τρ. Δεκ 3rd, 2024

Η Ελίζαμπεθ Κόχραν (Elizabeth Cochrane Seaman, 5 Μαΐου 1864 – 27 Ιανουαρίου 1922), γνωστότερη με το δημοσιογραφικό της ψευδώνυμο Νέλι Μπλάι (Nellie Bly), ήταν Αμερικανίδα δημοσιογράφος από τους πρωτοπόρους της ερευνητικής δημοσιογραφίας καθώς και φεμινίστρια. Από τις πρώτες γυναίκες δημοσιογράφους ασχολήθηκε συστηματικά με την θέση των γυναικών στην κοινωνία αλλά και με πολλά κοινωνικά ζητήματα.

Στην ιστορία έμεινε για την πρωτοπόρα για την εποχή της έρευνα και καταγραφή της κατάστασης στο δημοτικό ψυχιατρείο της πόλης της Νέας Υόρκης, στη νησίδα «Μπλάκγουελ» (σημερινό «Ρούζβελτ») (“Roosevelt Island”), κοντά στο Μανχάταν, όπου μένοντας μέσα για 10 μέρες σαν ψυχικά ασθενής εξέθεσε στην κοινή γνώμη την άσχημη κατάσταση και την περιφρόνηση με την οποία αντιμετωπίζονταν από την διεύθυνση και το προσωπικό του ασύλου οι τρόφιμες, αναγκάζοντας έτσι την κυβέρνηση να πάρει μέτρα για την καλύτερευση των συνθηκών διαβίωσης των ψυχικά αρρώστων.

Επίσης η Κόχραν υπήρξε δραστήρια φιλάνθρωπος, αλλά και εφευρέτρια, παίρνοντας μάλιστα και δυο διπλώματα ευρεσιτεχνίας.
Το 1998 η Νέλι Μπλάι τιμήθηκε με την εισαγωγή της στο “National Women’s Hall of Fame”, ενώ στην επέτειο των 151 χρόνων από τη γέννησή της, δηλαδή στις 5 Μαΐου του 2015 η μηχανή αναζήτησης Google, παρήγε ένα “Goodle doodle” προς τιμήν της.

Πρώτα χρόνια

Η Ελίζαμπεθ Τζέιν Κόχραν, ιρλανδικής καταγωγής, γεννήθηκε στις 5 Μαΐου του 1864 στην περιοχή Κόχρανς Μιλς (η περιοχή πήρε το όνομα από τους μύλους που διατηρούσε εκεί ο πατέρας της) της Πενσυλβάνια των Η.Π.Α. Μεγάλωσε σε πολύτεκνη οικογένεια αφού ο πατέρας της, Μάικλ Κόχραν, δυο φορές παντρεμένος, είχε δέκα (10) παιδιά από την πρώτη του σύζυγο και άλλα πέντε (5), από την δεύτερη σύζυγο και μητέρα της Ελίζαμπεθ, Μαίρη Τζέιν Κένεντυ. Ο πατέρας της, δικαστής της κοινότητας, πέθανε το 1870 και μητέρα της ξαναπαντρεύτηκε το 1873 με έναν αυταρχικό και σκληρό άντρα και έτσι αναγκάστηκε να χωρίσει. Οι δικαστικές διαμάχες έβλαψαν την οικογένεια και οικονομικά και έτσι, εκτός του ότι η Ελίζαμπεθ αναγκάστηκε να διακόψει την φοίτησή της στο σχολείο λόγω έλλειψης χρημάτων, μητέρα και παιδιά μετακόμισαν στο Πίτσμπεργκ, ενώ η Ελίζαμπεθ ήταν 14 χρονών, το 1878. Εκεί η Ελίζαμπεθ έκανε την πρώτη της γνωριμία με την δημοσιογραφία. Η Κόχραν το 1885 έστειλε ένα κείμενο αντικρούοντας άρθρο της καθημερινής τοπικής εφημερίδας “Pittsburgh Dispatch”, που παρότρυνε τις γυναίκες να παραμένουν στο σπίτι και να ανατρέφουν τα παιδιά τους. Η Κόχραν υπέγραψε με το ψευδώνυμο «ένα μοναχικό ορφανό κορίτσι» (“Lonely Orphan Girl”). Τόσο το περιεχόμενο της επιστολής, όσο και η γραφή εντυπωσίασαν τους εκδότες της εφημερίδας ώστε της πρότειναν συνεργασία. Όταν προσλήφθηκε σαν δημοσιογράφος πλήρους απασχόλησης διάλεξε σαν δημοσιογραφικό όνομα – κατά την συνήθεια της εποχής – το Νέλι Μπλάι, από τον τίτλο ενός δημοφιλούς εκείνη την εποχή τραγουδιού.

Η δημοσιογραφία

Η Νέλι Μπλάι, από τα πρώτα της κιόλας βήματα, δεν ασχολήθηκε με τα παραδοσιακά για τις γυναίκες δημοσιογράφους θέματα, όπως τα οικοκυρικά, την κηπουρική ή το κουτσομπολιό αλλά έστρεψε την προσοχή της στα φτωχά κοινωνικά στρώματα και ιδίως στις γυναίκες που αναγκάζονταν να δουλεύουν για να ζουν τον εαυτό τους και τα παιδιά τους. Παρακολουθούσε την ζωή της εργατικής τάξης και δεν δίσταζε να καυτηριάζει τις βιομηχανίες για τις κακές συνθήκες εργασίας. Έγραψε πολλά άρθρα για τις γυναίκες και τα παιδιά που εργάζονταν στις βιοτεχνίες και βιομηχανίες μπουκαλιών του Πίτσμπεργκ και όταν ένα από αυτά τα άρθρα ενόχλησε μια βιομηχανία και απείλησε να αποσύρει την διαφήμισή της από την εφημερίδα, η σύνταξη ανέθεσε στην Μπλάι να ασχοληθεί με ρεπορτάζ για την κηπουρική. Εκείνη αρνήθηκε και παραιτήθηκε. Η Μπλάι ξεκίνησε τότε για ένα ταξίδι στο Μεξικό και η “Pittsburgh Dispatch” αποφάσισε να την χρησιμοποιήσει σαν ανταποκρίτριά της εκεί. Η Μπλάι θα στείλει μια σειρά άρθρα στα οποία θα εστιάσει και πάλι την προσοχή της στην φτώχεια αλλά και στην διαφθορά που επικρατούσε. Το ταξίδι της κράτησε έξι μήνες περίπου, ώσπου όταν η μεξικανική κυβέρνηση έμαθε τι έγραφε στις ανταποκρίσεις της (πως ασκούσε δριμεία κριτική στην απολυταρχική κυβέρνηση του Πορφίριο Ντίας, στιγματίζοντας ιδιαίτερα την φυλάκιση ενός μεξικανικού δημοσιογράφου) της ζήτησε να φύγει αλλιώς θα προχωρούσε στην σύλληψή της. Την εμπειρία της από το πολύμηνο αυτό ταξίδι στο Μεξικό, την εξέδωσε σε βιβλίο, το 1888 με τίτλο “Six Months in Mexico” («Έξι μήνες στο Μεξικό»).

Όταν επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες – και ύστερα από μια σύντομη παραμονή στο Πίτσμπεργκ -εγκαταστάθηκε οριστικά στην Νέα Υόρκη. Μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες να βρει δουλειά σε μια από τις μεγάλες εφημερίδες της πόλης (οι εφημερίδες δεν προτιμούσαν τις γυναίκες δημοσιογράφους), κατέληξε τελικά, το 1887 σαν συνεργάτης της εφημερίδας του Τζόζεφ Πούλιτζερ, “New York World ” αφού η μαχητικότητα της ταίριαζε με το ύφος της εφημερίδας του Πούλιτζερ.

Η πρώτη της αποστολή ήταν να ερευνήσει τις συνθήκες διαβίωσης των ψυχικά ασθενών στα ψυχιατρεία της Νέας Υόρκης. Χρησιμοποιώντας το όνομα «Νέλι Μπράουν» στις 25 Σεπτεμβρίου του 1887 «εισήχθη» στο δημοτικό ψυχιατρείο γυναικών “New York City Lunatic Asylum” που βρισκόταν στη νησίδα Μπλάκγουελ – (σημερινή νησίδα Ρούζβελτ), σαν τρόφιμος. Επί δέκα μέρες -ξεγελώντας τους πάντες – αντιμετώπισε την σκληρή συμπεριφορά του προσωπικού και των γιατρών, έζησε μαζί με τις τρόφιμες – που πολλές από αυτές δεν ήταν καν ψυχικά ασθενείς, παρά γυναίκες άπορες ή ξένες που δεν μιλούσαν αγγλικά), και έφαγε τα ακατάλληλα και βρώμικα φαγητά του ιδρύματος. Μετά από αυτό το διάστημα, οι δικηγόροι της εφημερίδας την πήραν τελικά από το άσυλο. Η έρευνά της που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα τον Οκτώβριο του 1887 έγινε μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία. Πολλές εφημερίδες της χώρας την ανατύπωσαν και η Μπλάι έγινε διάσημη. Η έρευνα προκάλεσε την παρέμβαση εισαγγελέα, πολλές βελτιώσεις υιοθετήθηκαν και μάλιστα αυξήθηκε και ο προϋπολογισμός του ιδρύματος. Η έρευνα εκδόθηκε σε βιβλίο το ίδιο έτος, με τίτλο “Ten Days in a Mad House”, («Δέκα μέρες στο τρελάδικο»).

Με την σύμφωνη γνώμη και με χρηματοδότηση της εφημερίδας της, η Νέλι Μπλάι, θα φύγει στις 14 Νοεμβρίου 1889 για τον γύρο του κόσμου. Αποφασισμένη να κάνει πραγματικότητα το μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν «Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες», (ενός βιβλίου που είχε εκδοθεί 15 χρόνια πριν) θα ταξιδέψει τα 40.070 χιλιόμετρα της περιμέτρου της γης, σε 72 μέρες, 6 ώρες και 11 λεπτά, επιστρέφοντας στην Νέα Υόρκη στις 25 Ιανουαρίου του 1890.

Η Νέλι Μπλάι, σε φωτογραφία διαφήμισης του ταξιδιού της, το 1890 (26 χρονών)

Το ταξίδι αυτό θα λάβει μεγάλη δημοσιότητα αφού η εφημερίδα κατάφερνε να το διαφημίζει με κάθε τρόπο, είτε κάνοντας διαγωνισμούς, είτε δημοσιεύοντας τα τηλεγραφήματα της Μπλάι για την πρόοδο του ταξιδιού, είτε δημοσιεύοντας τις πιο εκτενείς ανταποκρίσεις της. Γρήγορα το ταξίδι μετατράπηκε σε διαγωνισμό μεταξύ του George Francis Train (του προσώπου που θεωρείται ότι ενέπνευσε στον Βερν τον Φιλέα Φογκ) και της Νέλι Μπλάι, με την Μπλάι φυσικά να κερδίζει κατά 6 ολόκληρες ημέρες. Το 1890 εξέδωσε την περιπέτεια αυτή σε βιβλίο με τίτλο “Nellie Bly’s Book: Around the World in Seventy-Two Days”, («Το βιβλίο της Νέλι Μπλάι: Ο γύρος του κόσμου σε 72 μέρες»)

Αν και το ταξίδι αυτό έφερε τόσα έσοδα στην εφημερίδα, ωστόσο η διεύθυνση της αρνήθηκε το bonus που θεωρούσε ότι δικαιούταν, και έτσι Η Νέλι Μπλάι αποχώρησε τους επόμενους μήνες. Ωστόσο η αλλαγή στη διεύθυνση του περιοδικού θα ξαναφέρει την Μπλάι πίσω στην εφημερίδα το 1893. Από τις 17 Σεπτεμβρίου του 1893 θα ξεκινήσει η δεύτερη συνεργασία της ( με μια συνέντευξη που θα πάρει από την φυλακισμένη αναρχική Έμμα Γκόλντμαν) -με την “New York World” η οποία θα κρατήσει μέχρι το 1896.

Σημαντικά ρεπορτάζ και έρευνες

Κατά την διάρκεια της συνεργασίας της με την εφημερίδα «New York World» η Μπλάι θα ασχοληθεί με όλα σχεδόν τα σημαντικά ζητήματα της εποχής της και της πόλης. Ανάμεσα στα άλλα αναφέρουμε:

  • 6 Νοεμβρίου 1887, η Μπλάι υποδυόμενη μια γυναίκα που θέλει να αγοράσει μωρό, ερευνά για τις παράνομες αγοραπωλησίες βρεφών
  • 27 Νοεμβρίου 1887, η Μπλάι πιάνει δουλειά σε βιοτεχνία κατασκευής χάρτινων κουτιών και βιώνει την «σκλαβιά των λευκών» όπως την ονομάζει
  • 2 Δεκεμβρίου 1888, υποδυόμενη την ασθενή ερευνά τις δομές της κοινωνικής πρόνοιας της Νέας Υόρκης για τους άρρωστους φτωχούς ασθενείς
  • 28 Φεβρουαρίου 1889, μπαίνει στη φυλακή αφού πρώτα παρανομήσει και συλληφθεί και ερευνά για την διαβίωση των γυναικών κρατουμένων και την αντιμετώπισή τους από το σύστημα
  • 17 Σεπτεμβρίου 1893, παίρνει συνέντευξη από την φυλακισμένη τότε Έμμα Γκόλντμαν
  • 1 Οκτωβρίου 1893, μπαίνει στις τάξεις του Στρατού Σωτηρίας για δέκα μέρες, βλέπει και καταγράφει από πρώτο χέρι την ζωή των φτωχών
  • 2 Φεβρουαρίου 1896, συνέντευξη από την Σούζαν Άντονυ (Susan B. Anthony) την πιο μαχητική σουφραζέτα της εποχής
  • 9 Φεβρουαρίου 1896, επίσκεψη στους δημοτικούς ξενώνες για τους άπορους και άστεγους

Εργοστασιάρχης

Το 1895 η Μπλάι -31 χρονών τότε παντρεύεται – ένα μήνα μετά την πρώτη γνωριμία τους – τον 72χρονο εκατομμυριούχο βιομήχανο Ρόμπερτ Σήμαν (Robert Seaman) και το 1896 εγκαταλείπει την δημοσιογραφία για να βοηθήσει τον σύζυγό της στην διεύθυνση του εργοστασίου. Ο Σήμαν ήταν ιδιοκτήτης της εταιρείας “Iron Clad Manufacturing Company” που ξεκινώντας το 1884 κατασκευάζοντας σιδρένια μαχαιροπήρουνα, επέκτεινε τις δραστηριότητές της κατασκευάζοντας διάφορα προϊόντα από ατσάλι, όπως δοχεία γάλακτος, δεξαμενές αποθήκευσης υγρών, εξαρτήματα μηχανημάτων και άλλα. Η εργασία αυτή ενδιέφερε την Μπλάι όλο και περισσότερο, και στην παν – αμερικανική έκθεση βιομηχανικών προϊόντων που διοργανώθηκε το 1901 στην Νέα Υόρκη, η εταιρεία διαφημίζεται με το παρακάτω σλόγκαν:
Αποκλειστική ιδιοκτησία της Νέλλι Μπλάι – της μόνης γυναίκας στον κόσμο που διευθύνει προσωπικά εταιρεία τέτοιας μεγάλης εμβέλειας.

Ο σημερινός απόγονος του βαρελιού που η πατέντά του φέρει το όνομα της Ελίζαμπεθ Κόχραν (Νέλι Μπλάι)

Όταν ο Σήμαν πεθάνει, το 1904, η Μπλάι θα αναλάβει αποκλειστικά την διεύθυνση του εργοστασίου και μάλιστα θα κατοχυρώσει για λογαριασμό της δυο εφευρέσεις. Ήδη από το 1902 θα παρουσιάσει την πρώτη ευρεσιτεχνία της -έναν στοιβαζόμενο σκουπιδοντενεκέ για βιομηχανική χρήση. Το 1905 θα πατεντάρει και θα κατασκευάσει πρώτη, ατσάλινα βαρέλια για την μεταφορά και αποθήκευση υγρών (αντί των ξύλινων που χρησιμοποιούνταν μέχρι τότε). Το 1905 επίσης θα πατεντάρει ένα καινούριο είδος μεταλλικού δοχείου αποθήκευσης γάλακτος.

Το εργοστάσιο εκείνα τα χρόνια είχε 1500 υπαλλήλους και γραμμή παραγωγής 1000 μεταλλικών βαρελιών την ημέρα, όμως με τον καιρό, λόγω της υπεξαίρεσης χρημάτων από στελέχη της εταιρείας και εξαιτίας και της κακή διοίκησης το εργοστάσιο άρχισε να έχει χρέη και αφού μπήκε στην διαδικασία πτώχευσης το 1911, έκλεισε οριστικά το 1914.

Και πάλι δημοσιογράφος

Με αυτό που ήξερε να κάνει άριστα -την δημοσιογραφία- ασχολήθηκε ξανά το 1914 στην εφημερίδα “New York Evening Journal”, ιδιοκτησίας Γουίλιαμ Χιρστ. Το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου θα την βρει στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στη Βιέννη, όπου είχε πάει ψάχνοντας καινούριους χρηματοδότες για την επιχείρησή της, και θα την εγκλωβίσει εκεί μέχρι το 1918. Κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων, στέλνει συχνά ανταποκρίσεις στην εφημερίδα της σχετικά με την εξέλιξη του πολέμου, μην διστάζοντας να βρεθεί ακόμα και στα πεδία των μαχών για να αποκτήσει προσωπική άποψη για τα τεκταινόμενα. Επιστρέφοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες, ασχολήθηκε και με την βοήθεια και προστασία των ορφανών παιδιών, υιοθετώντας μάλιστα και αυτή ένα ορφανό, το 1921 και σε ηλικία 57 ετών.

Στις 9 Ιανουαρίου του 1922 δημοσιεύτηκε το τελευταίο της άρθρο με τίτλο Nellie Bly, “On Pranks of Destiny.”. Την ίδια μέρα εισήχθη με σοβαρή βρογχοπνευμονία που την χειροτέρευαν καρδιακά προβλήματα, στο νοσοκομείο “St. Mark’s Hospital”, εκεί όπου τελικά θα πεθάνει δεκαοχτώ μέρες αργότερα, στις 27 Ιανουαρίου του 1922. Θάφτηκε στο “Woodlawn Cemetery”, στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης.

Απόgynaikes

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *