Η Περλ Σ. Μπακ (Pearl Sydenstricker Buck, 26 Ιουνίου 1892 – 6 Μαρτίου 1973…
…γνωστή και με το κινεζικό της όνομα Sai Zhenzhju, ήταν Αμερικανίδα συγγραφέας που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της μέχρι το 1934 στην Κίνα. Το μυθιστόρημά της The Good Earth ήταν το βιβλίο μυθοπλασίας με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στις ΗΠΑ το 1931 και το 1932, και κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ για μυθιστόρημα το 1932. Το 1938 η Μπακ τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας «για τις πλούσιες και αληθώς επικές περιγραφές τής ζωής των χωρικών στην Κίνα, καθώς και για τα βιογραφικά της αριστουργήματα.».
Η Περλ Μπακ γεννήθηκε στο Χίλσμπορο της Δυτικής Βιρτζίνια και ήταν κόρη της Καρολίν Στάλτινγκ (Caroline Stulting, 1857–1921) και του Άμπσαλομ Σύντενστράικερ (Absalom Sydenstricker, 1852-1931). Αμφότεροι οι γονείς της ήταν ιεραπόστολοι της νότιας Πρεσβυτεριανής Εκκλησίας και ταξίδεψαν στην Κίνα λίγο μετά τον γάμο τους στις 8 Ιουλίου 1880, αλλά επέστρεψαν στις ΗΠΑ για να γεννηθεί εκεί η Περλ. Επέστρεψαν στην Κίνα όταν η Περλ ήταν τριών μηνών και εγκαταστάθηκαν πρώτα στην Ζενγιάνγκ (τότε γνωστή και ως Γινγκ-Γιανγκ), κοντά στο Νανκίνγκ. Η Περλ αναθράφηκε μέσα σε ένα δίγλωσσο περιβάλλον, στο οποίο έμαθε την αγγλική από τη μητέρα της και την κλασική κινεζική από κάποιον κύριο Κουνγκ.
Η Εξέγερση των Μπόξερ επηρέασε πολύ την Περλ και την οικογένειά της: Οι Κινέζοι φίλοι τους τους εγκατέλειψαν, ενώ και οι Δυτικοί επισκέπτες λιγόστεψαν.
Το 1911 η Περλ άφησε την Κίνα για σπουδές στο Κολέγιο Θηλέων Randolph-Macon, στο Λύντσμπουργκ της Βιρτζίνια, απ’ όπου απεφοίτησε το 1914. Από το 1914 ως το 1933 υπηρέτησε ως πρεσβυτεριανή ιεραπόστολος, αλλά αναμίχθηκε με τις απόψεις της στη διαμάχη φονταμενταλιστών-μοντερνιστών, πράγμα που την οδήγησε στην παραίτησή της.
Το 1914 η Περλ επέστρεψε στην Κίνα, όπου και παντρεύτηκε έναν οικονομολόγο ειδικευμένο στην αγροτική οικονομία, τον Τζων Λόσινγκ Μπακ (John Lossing Buck, από όπου και το επώνυμό της), στις 13 Μαΐου 1917. Μετά τον γάμο, το ζεύγος εγκαταστάθηκε στο Σουζού της επαρχίας Ανούι (δεν πρέπει να συγχέεται με το γνωστότερο Σουζού, αυτό της επαρχίας Γιανγκσού). Την περιοχή αυτή περιγράφει στα βιβλία της The Good Earth και Sons.
Από το 1920 ως το 1933 οι Μπακ έζησαν στο Νανκίνγκ, στην πανεπιστημιόπολη του Πανεπιστημίου του Νανκίνγκ, όπου δίδασκαν και οι δύο. Πιο συγκεκριμένα, η Μπακ δίδασκε αγγλική λογοτεχνία τόσο στο ιδιωτικό αυτό πανεπιστήμιο των ιεραποστόλων, όσο και στο Εθνικό Κεντρικό Πανεπιστήμιο (國立中央大學|國立中央大學). Το 1920 το ζεύγος απέκτησε μία θυγατέρα, την Κάρολ, η οποία έπασχε από φαινυλκετονουρία. Το 1921 πέθανε η μητέρα της Μπακ και λίγο αργότερα ο πατέρας της ήρθε να μείνει μαζί τους. Από το 1924 έμειναν στις ΗΠΑ για ένα διάστημα, οπότε η Περλ Μπακ πήρε μάστερ από το Πανεπιστήμιο Κορνέλ. Το 1925 οι Μπακ υιοθέτησαν την Τζάνις (γνωστή αργότερα με το επώνυμο Walsh) και το φθινόπωρο επέστρεψαν στην Κίνα.
Οι ταλαιπωρίες και οι συνεχείς μετακινήσεις που υπέφεραν οι Μπακ κατά τη δεκαετία του 1920 κορυφώθηκαν τον Μάρτιο του 1927 κατά το «Επεισόδιο του Νανκίνγκ»: Σε μία περιπλεγμένη μάχη, στην οποία έλαβαν μέρος στοιχεία των εθνικιστών του Τσανγκ Κάι-σεκ, κομμουνιστές και διάφοροι πολέμαρχοι, δολοφονήθηκαν αρκετοί Δυτικοί. Καθώς ο πατέρας της Μπακ ήταν ιεραπόστολος, η οικογένεια αποφάσισε να παραμείνει στο Νανκίνγκ μέχρι που η μάχη έφθασε μέσα στην πόλη. Όταν ξέσπασε η βία, μια φτωχή οικογένεια Κινέζων τους επέτρεψε να κρυφτούν στην καλύβα τους ενώ το σπίτι των Μπακ λεηλατήθηκε. Η οικογένεια πέρασε μία ημέρα κρυπτόμενη και τρομοκρατημένη. Την επόμενη διασώθηκαν από αμερικανικές κανονιοφόρους. Ταξίδεψαν στη Σαγκάη και στη συνέχεια στην Ιαπωνία, όπου παρέμειναν για ένα χρόνο. Κατόπιν επέστρεψαν στο Νανκίνγκ, παρότι οι συνθήκες παρέμεναν επικίνδυνα ρευστές. Το 1934 άφησαν την Κίνα για πάντα.
Το 1935 οι Μπακ πήραν διαζύγιο. Ο Ρίτσαρντ Γουάλς (Richard Walsh) έγινε ο δεύτερος σύζυγος της Περλ, αφού προηγουμένως είχε γίνει ο εκδότης της. Το ζεύγος έμεινε στην Πενσυλβάνια μέχρι τον θάνατο του Γουάλς, το 1960.
Κατά την Πολιτιστική Επανάσταση η Μπακ, ως εξέχουσα Αμερικανίδα συγγραφέας της κινεζικής αγροτικής ζωής, αποκηρύχθηκε ως «Αμερικανή πολιτιστική ιμπεριαλίστρια» και στενοχωρήθηκε πολύ όταν η σύζυγος του Μάο και υψηλόβαθμοι Κινέζοι αξιωματούχοι την εμπόδισαν να επισκεφθεί την Κίνα με τον πρόεδρο Νίξον το 1972.
Η Περλ Μπακ πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα σε ηλικία 81 ετών στο Ντάνμπυ του Βερμόντ και τάφηκε στο νεκροταφείο Γκρην Χιλς Φαρμ, στο Περκάσι της Πενσυλβάνια. Είχε σχεδιάσει η ίδια την ταφόπλακά της: φέρει, γραμμένο με κινεζικούς χαρακτήρες, το όνομα με το πατρικό της επώνυμο, Περλ Σύντενστράικερ..
Η κατοικία της Μπακ στο Πανεπιστήμιο του Νανκίνγκ αποτελεί σήμερα το κτήριο της Βιομηχανικής Ομάδας Επιστήμης και Τεχνολογίας του Πανεπιστημίου του Νανκίνγκ, κατά μήκος του δυτικού τείχους του βόρειου κάμπους του πανεπιστημίου.
Η Μπακ ήταν αφοσιωμένη σε ένα φάσμα θεμάτων που ελάχιστα απασχολούσαν τη γενιά της. Πολλές από της εμπειρίες της ζωής της και οι πολιτικές της απόψεις περιγράφονται στα μυθιστορήματα και τα διηγήματά της, αλλά και στις παιδικές ιστορίες και τις βιογραφίες των γονέων της που έγραψε (Fighting Angel για τον πατέρα της και The Exile για την μητέρα της). Τα θέματα του έργου της είναι ποικίλα και συμπεριλαμβάνουν τα δικαιώματα των γυναικών, τους πολιτισμούς της Ασίας, τη μετανάστευση, την υιοθεσία, το ιεραποστολικό έργο και τον πόλεμο.
Το 1949, εξοργισμένη με το ότι οι υπάρχουσες τότε υπηρεσίες υιοθεσίας απέρριπταν την υιοθεσία παιδιών ασιατικής, ακόμα και μικτής, καταγωγής, η Μπακ ίδρυσε τη Welcome House, Inc., την πρώτη διεθνή υπηρεσία διαφυλετικών υιοθεσιών. Σχεδόν μισό αιώνα από τότε, το γραφείο αυτό έχει δώσει για υιοθεσία πάνω από 5.000 παιδιά. Επιπρόσθετα, το 1964, προκειμένου να υποστηρίξει παιδιά που δεν ήταν επιλέξιμα για υιοθεσία, η Μπακ ίδρυσε το Pearl S. Buck Foundation (σήμερα γνωστό ως Pearl S. Buck International) για να «αντιμετωπίσει τη φτώχεια και τις διακρίσεις που βιώνουν παιδιά στις ασιατικές χώρες». Το 1965 ίδρυσε το «Κέντρο Ευκαιριών και Ορφανοτροφείο» (Opportunity Center and Orphanage) στη Νότια Κορέα, με γραφεία να ανοίγουν αργότερα στην Ταϊλάνδη, τις Φιλιππίνες και το Βιετνάμ.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 η Μπακ περιόδευσε τη Δυτική Βιρτζίνια για να χρηματοδοτήσει τη διατήρηση του οικογενειακού της αργοκτήματος στο Χίλσμπορο. Σήμερα, ο τόπος όπου γεννήθηκε αποτελεί σπίτι-μουσείο και πολιτιστικό κέντρο. Είχε εκφράσει την ελπίδα ότι το σπίτι «θα ανήκε σε οποιονδήποτε θα ενδιαφερόταν να το επισκεφθεί» και ότι θα χρησίμευε ως «μια πύλη προς νέες ιδέες, όνειρα και τρόπους ζωής«.
Πολύ πριν αρχίσει να θεωρείται πολιτικά ασφαλές κάτι τέτοιο, η Μπακ προκάλεσε το αμερικανικό κοινό «παίζοντας» με θέματα όπως ο ρατσισμός, οι διακρίσεις κατά των γυναικών και η μοίρα των χιλιάδων βρεφών που γεννιούνταν από Ασιάτισσες τις οποίες άφηναν πίσω τους οπουδήποτε είχαν βάσεις Αμερικανοί στρατιώτες στην Ασία. Κατά τη διάρκεια της ζωής της η Μπακ συνδύαζε τους πολλαπλούς ρόλους της συζύγου, μητέρας, συγγραφέως-επιμελήτριας εκδόσεων και πολιτικής ακτιβίστριας.
Οι κριτικοί της εποχής της Μπακ υπήρξαν γενικώς θετικοί και επαίνεσαν τον «όμορφο πεζό λόγο της», ακόμα και με την επιφύλαξη ότι «το ύφος της τείνει να εκφυλίζεται σε υπερβολική επανάληψη και σύγχυση». Ο Πήτερ Κον στη βιογραφία του της Περλ Μπακ γράφει ότι, παρά τις τιμές που της επιδαψιλεύτηκαν, η καθαυτό συνεισφορά της Μπακ στη λογοτεχνία έχει κατά το μεγαλύτερο μέρος της λησμονηθεί ή αγνοηθεί σκόπιμα από τους «πολιτιστικούς φρουρούς» των ΗΠΑ. Ο Κανγκ Λιάο υποστηρίζει ότι η Μπακ έπαιξε έναν «πρωτοπόρο ρόλο στην απομυθοποίηση της Κίνας και του κινεζικού λαού στον αμερικανικό νου». Η Φύλλις Μπέντλεϋ, σε μια κριτική του έργου της Μπακ που δημοσιεύθηκε το 1935, γράφει εντυπωσιασμένη: «Αλλά μπορούμε να πούμε ότι, τουλάχιστον για το επιλεγμένο υλικό της, το σταθερά υψηλό επίπεδο της τεχνικής της δεξιότητας και τις συχνά παγκόσμιες ιδέες της, η κ. Μπακ δικαιούται να πάρει τη θέση της ως σημαντική λογοτέχνιδα. Με την ανάγνωση των μυθιστορημάτων της κερδίζει κάποιος όχι απλώς μια γνώση για την Κίνα, αλλά σοφία για τη ζωή.». Τα έργα της δημιούργησαν σημαντική γενική συμπάθεια για την Κίνα και βοήθησαν εξ αντιδιαστολής να επιδεινωθεί το κλίμα στις σχέσεις με την Ιαπωνία.
Η Anchee Min, Κινέζα συγγραφέας μιας δραματοποιημένης βιογραφίας της Περλ Μπακ, κατέρρευσε όταν διάβασε τα έργα της, επειδή είχε απεικονίσει τους Κινέζους χωρικούς «με τόση αγάπη, τρυφερότητα και ανθρωπιά».
Η Περλ Μπακ τιμήθηκε το 1983 με ένα γραμματόσημο των 5¢ της σειράς «Μεγάλοι Αμερικανοί» που εκδόθηκε από την Ταχυδρομική Υπηρεσία των ΗΠΑ.