Μητέρα και παιδί ( 1921) του Πάμπλο Πικάσο.
ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ
Nαι, ασφαλώς, σήμερα γιορτάζουν οι ανθοπώλες, ωστόσο γιορτάζουν και οι μητέρες λίγο.
Εκείνες που θα πάρουν ανορθόγραφες ευχές και αφοπλιστική χαρτοκοπτική του νηπιαγωγείου γεμάτη ήλιους, λουλούδια κι αγάπη. Ως κόρη ξεχνούσα τη γιορτή, βολευόμουν να τη θεωρώ εμπορικό τέχνασμα, ως μητέρα την προσδοκώ.
Τι ακριβώς προσδοκάς, θα ρωτήσετε. Ο μητρικός ρόλος έχει σχέση με συναισθήματα, όχι με ονοματοθεσία. Ωστόσο, μια πολύ ανακουφιστική βεβαιότητα φωλιάζει στο βάθος αυτής της γιορτής: ότι ένας τουλάχιστον άνθρωπος στον κόσμο σε δέχεται όπως είσαι, ακριβώς όπως είσαι, κάτι που δεν είναι δεδομένο σε άλλες προσωπικές ή επαγγελματικές σχέσεις.
Υπάρχει επίσης μια ξεχασμένη εθιμική γιορτή, κάτω από την προσδοκία της άδολης αγάπης. Δεν έχει να κάνει με συναισθήματα, αλλά με μια τελετουργική εκπαίδευση που εκλείπει. Θυμάμαι, για παράδειγμα, τη μητέρα μου που σιδέρωνε μπροστά μου πριν ακόμη αποκτήσουμε όλοι οικιακές βοηθούς, καλές νεράιδες για τις βρώμικες δουλειές και για την πλήρη ενσωμάτωσή μας στην πολυάσχολη αστική τάξη.
Η μητέρα μου σιδέρωνε όπως ακριβώς η αφηγήτρια της Νάνσυ Χιούστον στα «Εργαλεία του σκότους»: «Το έβρισκα περίεργο να ραντίζω με νερό τα ρούχα που μόλις είχαν βγει από το στεγνωτήριο, αλλά έτσι ήταν, ένα μυστήριο. Δεν αμφισβητούσε κανείς αυτού του είδους τις εξ αποκαλύψεως αλήθειες. Αφού λοιπόν ραντίζαμε τα ρούχα, τα τυλίγαμε κάνοντάς τα να μοιάζουν με μακριά λουκάνικα και τα στοιβάζαμε προσεκτικά κοντά στη σιδερώστρα. Η Ελίζα (σ.σ. η μητέρα της αφηγήτριας) με ξεκίνησε με βαμβακερά μαντίλια για να σκαρφαλώσω αργότερα, προοδευτικά, σε πιο ψηλά σκαλοπάτια: ποτηρόπανα, μαξιλαροθήκες, μακό, πουκάμισα, μπλούζες, φούστες».
Σκέφτομαι μοιραία ότι αυτές οι σκηνές θα διπλωθούν τακτικά μέσα στα μυθιστορήματα των περασμένων δεκαετιών – το πώς ισιώνεις το γιακά προσέχοντας να μην τσαλακώσεις το ήδη σιδερωμένο μανίκι. Αν χρειαστεί ποτέ να σιδερώσω ένα μπλουζάκι κάνω τις κινήσεις μηχανικά, αλλά ξέρω πως η εκπαιδευτική δυνατότητα αυτής της κίνησης θα χαθεί για πάντα, επειδή μάλλον δεν θα διδάξω στην κόρη μου την εξ αποκαλύψεως αλήθεια του σιδερώματος.
Τα επόμενα χρόνια, αν η Iστορία δεν κάνει κάποια από τις θεαματικές της στροφές, θα συνεχίσουν να σιδερώνουν γυναίκες που έρχονται στα μέρη μας από την άλλη άκρη του κόσμου και κάνουν τις δουλειές του σπιτιού την ώρα που εμείς γράφουμε άρθρα για τη σημασία της πολύτιμης γυναικείας γνώσης που χάθηκε ανεπιστρεπτί. Η ανθρωπολόγος Μπρίτζετ Aντερσον αναφέρει σε μια μελέτη της ότι σε μερικά μέρη της Ευρώπης, όταν τα παιδιά παίζουν οικογένεια μοιράζουν μεταξύ τους το ρόλο της μαμάς, του μπαμπά και της Φιλιππινέζας.
Iσως τα παιδιά της Φιλιππινέζας, εκεί, στην άλλη άκρη του κόσμου, σιδερώνουν ακόμη, προπονούνται για την επόμενη γενιά πληρωμένης οικιακής εργασίας.
Κανείς φυσικά δεν θέλει να γυρίσει πίσω. Η Μάργκαρετ Aτγουντ, στις ευχαριστίες των βιβλίων της, περιλαμβάνει και τις οικιακές βοηθούς που της εξασφαλίζουν ένα καθαρό περιβάλλον για να γράφει κι ένα πιάτο σπιτικό φαγητό για την κόρη της. Το να δουλεύουμε για να πληρώσουμε αυτούς που δουλεύουν για μας ώστε να κάνουμε ανενόχλητοι τη δουλειά μας λέγεται «subcontracting» στη γλώσσα της παγκοσμιοποίησης και είναι μια πολιτισμική αρρώστια που θα μπορούσε εναλλακτικά να ονομάζεται και «φτώχεια χρόνου».
Αν μια μητέρα δεν έχει χρόνο για να ακούσει τις αισθηματικές διαψεύσεις της έφηβης κόρης της, προφανώς εκείνη θα αναζητήσει συμβουλές στα γυναικεία περιοδικά που αναδομούν τα συναισθήματα, τις φιλοδοξίες και κάνουν φύλλο και φτερό τα καταστήματα καλλυντικών. Είναι φυσικό: ποιος φτιάχνει πλέον μια απλή μάσκα ομορφιάς στο σπίτι; Οπότε η γιορτή της μητέρας είναι ίσως και μια αδιατύπωτη νοσταλγία για την ανεκπλήρωτη μορφή της σούπερ ηρωίδας (στα δικά μας μάτια) που ευτυχώς ζει ακόμη, σοφή, παντοδύναμη και τίμια, στα όνειρα των παιδιών.
Η Καθημερινή, 9/5/2004
______________________
Αμάντα Μιχαλοπούλου
Η Αμάντα Μιχαλοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα, τον Οκτώβριο του 1966. Σπούδασε γαλλική φιλολογία στην Αθήνα και δημοσιογραφία στο Παρίσι. Αρθρογραφούσε επί χρόνια στην εφημερίδα “Καθημερινή” (1990-2008). Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία με το βραβείο διηγήματος του περιοδικού “Ρεύματα” και τη συλλογή διηγημάτων “Έξω η ζωή είναι πολύχρωμη”(1994). Έχει γράψει οχτώ μυθιστορήματα και τρεις συλλογές διηγημάτων, με πιο πρόσφατο το μυθιστόρημα “Μπαρόκ” (2018). Τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού Διαβάζω για το “Γιάντες “(1996), το Βραβείο Διεθνούς Λογοτεχνίας του Αμερικανικού Ομοσπονδιακού Ιδρύματος Τεχνών και το Liberis Liber των Ανεξάρτητων Καταλανών Εκδοτών για το “Θα ήθελα” (2005) καθώς και το Βραβείο Διηγήματος του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών για τη “Λαμπερή Μέρα” (2012). Έργα της έχουν ανέβει στο θέατρο και έχουν μεταφραστεί σε είκοσι γλώσσες. Διδάσκει δημιουργική γραφή στην ΠΥΡΝΑ και στην ARTENS κι έχει επιμεληθεί τον συλλογικό τόμο “Το μυστικό”, με έργα μαθητών της.